ἐρατίζω

Revision as of 15:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Ep.form of ἔραμαι, used by Hom. always in phrase, κρειῶν ἐρατίζων A greedy after it, Il.11.551, 17.660, h.Merc.64,287. II love, Ζεὺς ἐράτιζε τριηκοσίους ἐνιαυτούς Call.Fr.20.

German (Pape)

[Seite 1018] = ἐράω, Hom. in der Vrbdg κρειῶν ἐρατίζων, gierig nach Fleisch verlangend, vom Löwen, Il. 11, 551. 17, 660; H. h. Merc. 64. 287.

French (Bailly abrégé)

être avide de, gén..
Étymologie: ἐρατός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰτίζω: Ἐπικ. τύπος τοῦ ἐράω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει, κρειῶν ἐρατίζων, ἀπλήστως ἐπιθυμῶν, Ἰλ. Λ. 551., Ρ. 660, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 64, 287.

English (Autenrieth)

(ἔραμαι): only part., craving; κρειῶν, Λ, Il. 17.660.

Greek Monolingual

ἐρατίζω (Α) ερατός
επιθυμώ υπερβολικά.

Greek Monotonic

ἐρᾰτίζω: Επικ. τύπος του ἐράω· κρειῶν ἐρατίζων, άπληστος, αχόρταγος στην κατανάλωση κρέατος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰτίζω: страстно желать, жаждать: κρειῶν ἐρατίζων Hom., HH жаждущий (поесть) мяса.

Middle Liddell

ἐρᾰτίζω,
epic form of ἐράω, κρειῶν ἐρατίζων greedy after meat, Hom.