ὑποχθόνιος

Revision as of 18:22, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

η, ον, Call. (v. infr.): (χθών):—under the earth, subterranean, Hes.Op.141 (v.l. ἐπιχθ-), A.R.1.647, etc.; θεοῖς ὑ. Rendic. Pont.Accad. III vol.6.43, cf. Phld.Piet.58; ἴθ' ὑποχθόνιοι E.Andr. 515 (anap.); γύπῃ ὑπ[οχθονίῃ] Call.Aet.Oxy.2080.73 ( = Fr.172); ἐχώρει -ιος, of one entering the cave of Trophonius, Philostr.VA8.19; ὑ. γενέσθαι Luc.Cont.22: cf. καταχθόνιος, χθόνιος.

French (Bailly abrégé)

ος ou poét. α, ον :
qui est sous la terre ou dans les enfers, souterrain.
Étymologie: ὑπό, χθών.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχθόνιος: ίη, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 172· (χθών)· ― ὁ ὑπὸ τὴν χθόνα, ὑπόγειος, ἐπὶ τῶν θεῶν τοῦ ᾅδου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 140 (ἕτερα Ἀντίγραφα ἐπιχθ-), Εὐριπ. Ἀνδρ. 515, κλπ.· ὑπ. γενέσθαι Λουκιαν. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 22· πρβλ. καταχθόνιος, χθόνιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποχθόνιος, -ίη, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. υπόγειος («υποχθόνια κοιλώματα»)
2. μτφ. α) ύπουλος, δόλιοςυποχθόνιος άνθρωπος»)
β) μυστικός, σκοτεινός («υποχθόνιες δυνάμεις»)
αρχ.
1. (για τους θεούς του Άδη) αυτός που βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο («τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται», Ησίοδ.)
2. ο θαμμένος κάτω από την γη
3. (κατ' επέκτ.) νεκρός.
επίρρ...
υποχθονίως και υποχθόνια Ν
1. υπογείως
2. κρυφά, ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χθόνιος (< χθων, χθονός «γη, έδαφος»), πρβλ. καταχθόνιος.

Greek Monotonic

ὑποχθόνιος: -ίη, -ον (χθών), αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, έδαφος, υπόγειος, σε Ησίοδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχθόνιος: находящийся в подземном царстве, подземный (μάκαρες θνητοί Hes.): ὑ. ἰέναι Eur. отправляться в подземное царство, умирать; ὑποχθόνιοι γενόμενοι Luc. умершие.

Middle Liddell

χθών
under the earth, subterranean, Hes., Eur., Anth.