ὠμοβόρος
English (LSJ)
ον, = ὠμοβρώς, eating raw flesh, A.R.1.636, Ael.NA15.11, Ph.1.670; βλέπειν ὠμοβόρον v.l. in Alciphr.3.21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange de la chair crue.
Étymologie: ὠμός, βιβρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοβόρος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἁπολλ. Ρόδ. Α. 636, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 15. 11, Φίλων 1. 670· βλέπειν ὠμοβόρον Ἀλκίφρων 3. 21.
English (Slater)
Greek Monolingual
-α, -ο / ὠμοβόρος, -ον, ΝΑ
αυτός που τρώει ωμό κρέας, ωμοφάγος («θηρῶν ὠμοβόρων», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος].