ῥινοῦχος

Revision as of 18:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ὁ, (ῥίς 11) sewer, Str.14.1.21, Gloss.

German (Pape)

[Seite 844] ὁ, Ableitungscanal eines Abtritts, Kkoake, Strab. XIV. Die Ableitung ist zweifelhaft, Koray will es auf ῥοή, ῥέω u. ἔχω zurückführen.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cloaque, égout.
Étymologie: ῥίς, ἔχω.

Greek (Liddell-Scott)

ῥινοῦχος: ὁ, (ῥὶς ΙΙ) ὑπόγειος ὀχετός, cloaca, Στράβ. 640.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υπόγειος οχετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός «αγωγός, προεξοχή» + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

ῥινοῦχος: ὁ (ῥίς II), υπόγειος οχετός, υπόνομος, Λατ. cloaca, σε Στράβ.

Middle Liddell

ῥιν-οῦχος, ὁ, [ῥίς II]
a sewer, Lat. cloaca, Strab.