κνεφάζω

Revision as of 20:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

(κνέφας) cloud over, obscure, A.Ag.131 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1459] verdunkeln, Aesch. Ag. 132 μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ στόμιον Τροίας.

French (Bailly abrégé)

obscurcir, acc..
Étymologie: κνέφας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνεφάζω [κνέφας] duister maken.

Russian (Dvoretsky)

κνεφάζω: покрывать мраком, т. е. губить (στόμιον Τροίας Aesch.).

Greek Monolingual

κνεφάζω (Α) κνέφοις
καλύπτω με σκοτάδι, σκοτίζωοἷον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάση προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κνεφάζω: μέλ. -άσω (κνέφας), επισκεπάζω με σύννεφα, επισκιάζω, σκοτεινιάζω, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κνεφάζω: μέλλ. -άσω, (κνέφας) ἐπικαλύπτω διὰ νέφους, ἀμαυρώνω, σκοτίζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 134.

Middle Liddell

κνεφάζω, fut. -άσω κνέφας
to cloud over, obscure, Aesch.