προσδέρκομαι

Revision as of 21:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

Ep. ποτιδέρκομαι Il.16.10, Od.17.518: aor. Act. A -έδρᾰκον A.Pr.903 (lyr.), Eu.166(lyr.):—Pass.-εδέρχθην in act. sense, Id.Pr.53: pf. -δέδορκα interpol. in E.Ph.144:—look at, behold, c. acc., Od.20.385, A Il. cc., etc.; προσδέρκεσθέ μ' ὄμμασιν E.Med.1040; ἃς οὔθ' ἥλιος π. ἀκτῖσιν… A.Pr.796. II look closely, S.OC121 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 755] (s. δέρκομαι), ansehen, anblicken; c. acc., Od. 20, 385; dor. ποτιδέρκομαι, Il. 16, 10 Od. 17, 518; oft bei den Tragg.: μή σ' ἐλινύοντα προσδερχθῇ πατήρ, Aesch. Prom. 53; ἃς οὔθ' ἥλιος προσδέρκεται ἀκτῖσιν, οὔθ' ἡ νύκτερος μήνη, 798; προσδρακεῖν, Eum. 160; προσδέρκου πανταχῆ, Soph. O. C. 122; τί προσδέρκεσθέ μ' ὄμμασιν, Eur. Med. 1040; προσδεδορκώς Phoen. 146.

French (Bailly abrégé)

f. προσδέρξομαι, ao. προσέδρακον ou προσεδέχθην, etc.
regarder vers ou en face, considérer, acc..
Étymologie: πρός, δέρκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-δέρκομαι, ep. ποτιδέρκομαι, aor. προσέδρακον en προσεδέρχθην (met act. bet. ), kijken naar:. ἃς οὔθ’ ἥλιος προσδέρκεται ἀκτῖσιν waarop zelfs de zon niet met haar stralen neerziet Aeschl. PV 796; ὡς μὴ ς’ ἐλινύοντα προσδερχθῃ πάτηρ opdat vader je niet ziet niksen Aeschl. PV 53; τί προσδέρκεσθέ μ’ ὄμμασιν; wat kijken jullie mij aan? Eur. Med. 1040.

Russian (Dvoretsky)

προσδέρκομαι: дор. ποτιδέρκομαι (fut. προσδέρξομαι, aor. προσέδρακον и προσεδέρχθην) взирать, глядеть, смотреть (τινα и τι Hom., Trag.): ἃς οὔθ᾽ ἥλιος προσδέρκεται ἀκτῖσιν Aesch. которых и солнце не освещает (досл. не созерцает) своими лучами; προσδέρκου! Soph. взгляни!; μή σ᾽ ἐλινύοντα προσδερχθῇ Aesch. чтобы он не увидел, как ты медлишь.

Greek Monolingual

Α
1. βλέπω, κοιτάζω κάποιον
2. βλέπω από κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»].

Greek Monotonic

προσδέρκομαι: Δωρ. ποτι-δέρκομαι· μέλ. -δέρξομαι· με Ενεργ. αορ. βʹ -έδρᾰκον, Παθ. αόρ. αʹ -εδέρχθην, παρακ. -δέδορκα, αποθ.
I. παρατηρώ, βλέπω, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. βλέπω από κοντά, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προσδέρκομαι: Δωρικ. ποτιδέρκομαι Ἰλ. Π. 10, Ὀδ. Ρ. 518· μέλλ. -δέρξομαι· ἀόρ. ἐνεργ. -έδρακον Αἰσχύλ. Πρ. 903, Εὐμ. 167, παθ. -εδέρχθην ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 53· πρκμ. -δέδορκα· ἀποθ. Προσβλέπω, βλέπω, παρατηρῶ, μετ’ αἰτ., Ὀδ. Υ. 385, Αἰσχύλ., κλπ.· πρσδέρκεσθέ μ’ ὄμμασι Εὐρ. Μήδ. 1040· ἃς οὔθ’ ἥλιος πρ. ἀκτῖσιν... Αἰσχύλ. Πρ. 796. ΙΙ. βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, «κυττάζω», Σοφ. Ο. Κ. 122.

Middle Liddell

doric ποτι-δέρκομαι fut. -δέρξομαι aor2 act. -έδρᾰκον aor1 pass. -εδέρχθην perf. -δέδορκα
Dep.
I. to look at, behold, Od., Aesch., etc.
II. to look closely, Soph.