στροβιλώδης

Revision as of 00:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

ες,= στροβιλοειδής, ὄρος Id.Sull. 17; τόποι Ath.Mech.37.4.

German (Pape)

[Seite 955] ες, = στροβιλοειδής, kegelförmig, Plut. Sull. 17.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
en forme de toupie ou de pomme de pin.
Étymologie: στρόβιλος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροβιλώδης -ες [στρόβιλος] kegelvormig.

Russian (Dvoretsky)

στροβῑλώδης: конусообразный, конический (ὄρος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

στροβῑλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ στροβιλοειδής, Πλουτ. Σύλλ. 17.

Greek Monolingual

-ες / στροβιλώδης, -ῶδες, ΝΑ στρόβιλος
νεοελλ.
φυσ. αυτός που αναφέρεται στη γένεση στροβίλων μέσα στη μάζα ενός ρευστού, αλλ. τυρβώδηςστροβιλώδης ροή»)
αρχ.
στροβιλοείδής, κωνικόςὅρος στροβιλῶδες», Πλάτ.).

Greek Monotonic

στροβῑλώδης: -ες, συνηρ. αντί στροβιλοειδής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

στροβῑλ-ώδης, ες [contr. for στροβιλοειδής, Plut.]