σύγγνοια

Revision as of 00:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

ἡ,= συγγνώμη, only in S.Ant.66.

German (Pape)

[Seite 962] ἡ, = συγγνώμη, Soph. ξύγγνοιαν ἴσχειν, Ant. 66.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
permission.
Étymologie: συγγιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγγνοια -ας, ἡ [συγγιγνώσκω] begrip, vergiffenis.

Russian (Dvoretsky)

σύγγνοια: ἡ снисхождение: αἰτεῖν τινα ξύγγνοιαν ἴσχειν Soph. просить кого-л. о прощении.

Greek (Liddell-Scott)

σύγγνοια: ἡ, = συγγνώμη 2, μόνον ἐν Σοφ. Ἀντ. 66.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) συγγνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γνοια (< -γνοῶ < συνεσταλμένη βαθμίδα -γνο- του γιγνώσκω), πρβλ. ά-γνοια, αμφί-γνοια].

Greek Monotonic

σύγγνοια: ἡ, = συγγνώμη II. 2, σε Σοφ.

Middle Liddell

σύγγνοια, ἡ, = συγγνώμη II. 2, Soph.]

English (Woodhouse)

forgiveness, pardon