βασιλίσκος
English (LSJ)
ὁ, Dim. of βασιλεύς,
A princelet, chieftain, Plb.3.44.5, OGI200.18 (Axum); also, = βασιλείδιον, Ath.13.566a.
II kind of serpent, basilisk, perhaps Egyptian cobra, Hp.Ep.19 (Hermes 53.65), LXX Ps.90(91).13,al., Hld.3.8, Artem.4.56, Horap. 1.1, Democr.[300], Plin.8.78.
III wren, Aesop. ap. Plu.2.806e, Ruf Fr.117, Artem.4.56; gold-crest, Philagr. ap. Aët,11.11.
IV sea-fish, Opp.H.1.129, Marc.Sid.26.
V the star α Leonis, Alpha Leonis, Alpha Leo, α Leo, Regulus, Gem.3.5, Heph.Astr.2.18, etc.
VI kind of shoe, Poll.7.85.
German (Pape)
[Seite 437] ὁ, dim. von βασιλεύς, 1) kleiner König, Pol. 3, 44. – 2) eine Eidechsen- od. Schlangenart, Basilisk vielleicht Brillenschlange, Hel. – 3) ein Vogel, Zaunkönig, Plut. reip. ger. praec. 12. – 4) ein Seefisch, Opp. Hal. 1, 129.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
roitelet, oiseau.
Étymologie: dim. de βασιλεύς.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσῐλίσκος: ὁ
1) царек Polyb., Plut.;
2) птичка королек (Regulus) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσῐλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ βασιλεύς, μικρὸς βασιλεύς, ἀρχηγός, Λατ. regulus, Πολύβ. 3. 44, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 5072, πρβλ,Ἀθήν. 566Α. ΙΙ. εἶδος ὄφεως ὁ Cobra di Cipello, Ἑβδ. (Ψαλμ. Η΄ 13, κ. ἀλλ.), Ἡλιόδ. 3. 8· πρβλ. Πλίν. 8. 21. ΙΙΙ. ὁ χρυσοῦν λόφον ἔχων τροχίλος, πτηνὸν μικρόν, Αἴσωπ. ἐν Πλούτ. 2. 806Ε. IV. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 129.
English (Abbott-Smith)
† βασιλίσκος, -ου, ὁ (dim. of βασιλεύς), [in LXX a basilisk: Ps 90 (91):13 (פֶּתֶן), Is 59:5 (אֶפְעֶה)*;]
prop., a petty king: Jo 4:46, 49 WH, mg. (v.s. βασιλικός).†
Greek Monolingual
ο (AM βασιλίσκος) βασιλεύς
1. μυθικό δηλητηριώδες φίδι με λοφίο σε σχήμα διαδήματος
2. είδος πτηνού με χρυσό λοφίο
3. μικρός, ασήμαντος βασιλιάς
νεοελλ.
γένος δενδρόβιων σαυρών της Κεντρική Αμερικής
μσν.
κανόνι
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. είδος υποδήματος.
Chinese
原文音譯:basilikÒj 巴西利可士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:(作)君王(的) 相當於: (מֶלֶךְ)
字義溯源:王朝的,屬王的,王的,大臣,至尊的;源自(βασιλεύς)*=君主,王)
出現次數:總共(5);約(2);徒(2);雅(1)
譯字彙編:
1) 大臣(2) 約4:46; 約4:49;
2) 至尊的(1) 雅2:8;
3) 王(1) 徒12:20;
4) 王的(1) 徒12:21