εὕρεσις

Revision as of 13:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ,
A a finding, discovery, Pl.R.336e, Cra.436a; οὐχ εὕ. τοῦτ' ἔστιν, ἀλλ' ἀφαίρεσις Men.Epit.102.
II of writings, invention, conception, παρασκευήν, ἣν οἱ παλαιοὶ καλοῦσιν εὕρεσιν, opp. χρῆσις, D.H.Dem.51, cf. Stoic.2.96.

German (Pape)

[Seite 1092] ἡ, das Auffinden, Erfinden, die Erfindung, Plat. Phaedr. 236 a Crat. 436 a u. öfter, wie bei Folgdn einzeln. Die Form εὕρησις selten bei Sp., wie Apolld. 3, 3, 1; vgl. Lob. zu Phryn. 446.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
invention, découverte.
Étymologie: εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὕρεσις: εως ἡ нахождение, обнаруживание (τῶν ὄντων Plat.; θησαυροῦ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὕρεσις: -εως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, ἀνακάλυψις, Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, ἐπίνοια νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι παρασκευή), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. εὕρησις.

Greek Monotonic

εὕρεσις: -εως, ἡ (εὑρεῖν), εύρεση, ανακάλυψη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὕρεσις, εως εὑρεῖν
a finding, discovery, Plat.

English (Woodhouse)

discovery, act of invention