λαβροσύνη

Revision as of 13:49, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Dor.λαβρό-νᾱ, ἡ, (λάβρος) A violence, greed, AP6.305 (Leon.), Opp.H.5.366: also in plural, ib.2.130. 2 bold talking, Tryph.423 (pl.).

German (Pape)

[Seite 2] ἡ, Heftigkeit, Ungestüm, bes. Gefräßigkeit, Opp. Hal. 5, 366, auch im plur., 2, 130; u. Geschwätzigkeit, Tryphiod. 423. Komisch zu einer Göttinn gemacht, Leon. Tar. 14 (VI, 305).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
véhémence, impétuosité ; particul. :
1 voracité, avidité;
2 intempérance.
Étymologie: λάβρος.

Russian (Dvoretsky)

λαβροσύνη: дор. λαβροσύνα ἡ тж. pl. невоздержность, жадность Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λαβροσύνη: ἡ, (λάβρος) βιαιότης, ἀπληστία, λαιμαργία, Ἀνθ. Π. 6. 305, Ὀππ. Ἁλ. 366· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 2. 130. 2) θρασύτης, προπέτεια, κόμπος ἐν τῷ λέγειν, Τρυφ. 423.

Greek Monolingual

λαβροσύνη, δωρ. τ. λαβροσύνα, ἡ (Α) λάβρος
1. αδηφαγία, απληστία, λαιμαργία
2. θρασύτητα, προπέτεια.

Greek Monotonic

λαβροσύνη: ἡ (λάβρος), βιαιότητα, απληστία, λαιμαργία, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαβροσύνη, ἡ, λάβρος
violence, greed, Anth.