μονόλυκος
English (LSJ)
ὁ, A solitary, i. e. singularly fierce, wolf, lone wolf, applied by Demosthenes to Alexander, Plu.Dem.23, cf. Ael.NA7.47. II as adjective, λύκος μονόλυκος Arat. 1124 [with 2nd syllable long].
German (Pape)
[Seite 203] ὁ, ein einzelner, ungewöhnlich großer Wolf, der einzig in seiner Art ist, Arat. D. 392, Ael. N. A. 7, 47; so nannte Demosthenes den Alexander, Plut. Dem. 23, vgl. μονολέων. [Bei Arat. ist des Verses wegen die zweite Sylbe lang.]
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
loup d'une taille singulière, extraordinaire.
Étymologie: μόνος, λύκος.
Syn. κνηκίας, κνηκός, λύκος, μονιός.
Russian (Dvoretsky)
μονόλῠκος: ὁ единственный в своем роде, т. е. необычайный волк (Ἀλέξανδρον τὸν Μακεδόνα μονόλυκον προσηγόρευσε, sc. ὁ Δημοσθένης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόλῠκος: ὁ, μόνος, μοναδικὸς εἰς τὸ εἶδός του λύκος, δηλ. ἐξόχως μέγας, πελώριος, Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, Πλουτ. Ἀλέξ. 23, Ἄρατ. 1124 [μὲ μακρὰν τὴν β΄ συλλαβὴν ἐν ἄρσει], πρβλ. μονολέων.
Greek Monolingual
μονόλυκος, ὁ (Α)
λύκος αγριότατος και πελώριος από τη φύση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λύκος.
Greek Monotonic
μονόλῠκος: ὁ, μοναδικός (στο είδος του) τεράστιος λύκος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μονό-λῠκος, ὁ,
a singularly huge wolf, Plut.