νεικείω

Revision as of 14:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

= νεικέω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 236] poet. = νεικέω, w. m. s. Davon hat Hom. νεικείω, Il. 4, 359, νεικείῃσι, 1, 579, νεικείῃ, Od. 17, 189, νείκειον, 22, 26, νεικείεσκε, Il. 2, 221. 4, 241. 19, 86, νεικείειν u. νεικείων.

French (Bailly abrégé)

sbj. prés. épq. de νεικέω.

Russian (Dvoretsky)

νεικείω: эп. = νεικέω.

Greek (Liddell-Scott)

νεικείω: Ἰων. ἀντὶ νεικέω, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

(νεῖκος), νεικῶσι, subj. νεικείῃ(σι), inf. νεικείειν, part. νεικείων, ipf. νείκειον, iter. νεικείεσκε, fut. νεικέσω, aor. (ἐ)νείκε(ς)σα: strive, quarrel; ἔριδας καὶ νείκεα ἀλλήλοις, ‘contend in railing and strife,’ Il. 20.252; upbraid, reprove, opp. αἰνεῖν, Il. 10.249, Il. 24.29; μάλα, ‘angrily’; ἄντην, ‘outright,’ Od. 17.239.

Greek Monolingual

νεικείω (Α)
ιων. τ. βλ. νεικέω.

Greek Monotonic

νεικείω: Ιων. αντί νεικέω, βλ. αυτ.