προσσωρεύω

Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

A heap up beside, λίθους τοῖς Ἑρμαῖς Corn.ND16. II store up, Luc.Anach.25, Gloss.

German (Pape)

[Seite 780] dazu, dabei häufen, anhäufen; Luc. Anach. 25; Geopon.

French (Bailly abrégé)

amasser en outre ou encore.
Étymologie: πρός, σωρεύω.

Russian (Dvoretsky)

προσσωρεύω: собирать в кучу, нагромождать (τὸν καρπόν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

προσσωρεύω: ἐπισωρεύω τι πρός τι, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Κορνούτου περὶ Θεῶν Φύσ. 16.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. τοποθετώ σε σωρό κάτι ακόμη («προσσωρεύουσι τοῖς ἑρμαῑς τοὺς λίθους», Κορνούτ.)
2. αποθηκεύω κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σωρεύω «αποθηκεύω, στοιβάζω»].

Greek Monotonic

προσσωρεύω: μέλ. -σω, συσσωρεύω, συγκεντρώνω επιπλέον, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
to store up besides, Luc.