χειροήθεια

Revision as of 16:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, domestication, Arist.Phgn.809a33, Gp.16.1.11.

German (Pape)

[Seite 1345] ἡ, Zahmheit, Arist. physiogn. 5, 2.

Russian (Dvoretsky)

χειροήθεια:кротость, смирный нрав Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χειροήθεια: ἡ, ἡμερότης, ἡμέρωσις, τὰς χειροηθείας μᾶλλον προσδεχόμενος Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 2.

Greek Monolingual

ἡ, Α χειροήθης
ημερότητα, εξημέρωση.