ἀναθλίβω
English (LSJ)
[ῑ], A force up, ἐκ τῶν φαρύγγων τοὺς ἀκόλους J.BJ5.10.3; μαστὸς ἀ. χεύματα Ναϊάδος AP9.668 (Marian.); [ὕδατα] εἰς κρήνην Str.3.5.7:—Pass., 16.2.13, AP7.23 (Antip.Sid.), Aret.SA1.8. 2 simply, press, βυβλίδιον AP12.208; of reducing a rupture, Archig. ap. Aët.9.28.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
1 hacer salir hacia arriba por compresión, expulsar ἐκ τῶν φαρύγγων ... τὰς ἀκόλους I.BI 5.432, μαστὸς ἀναθλίβει χεύματα Ναϊάδος AP 9.668 (Marian.), (ὕδατα) ... κατὰ τὸ ἀρχαῖον ῥεῖθρον εἰς τὴν κρήνην Str.3.5.7, cf. en v. pas. AP 7.23 (Antip.Sid.), τὸ ἀερῶδες διὰ τῶν ῥινῶν Placit.4.22.1, cf. Plu.2.688d.
2 comprimir, oprimir βιβλίδιον ... ἀναγνοὺς παῖς τις ἀναθλίβει πρὸς τὰ γένεια τιθείς AP 12.208 (Strat.)
•medic. reducir una hernia, Archig. en Aët.9.28 (p.337)
•en v. pas. ser oprimido del corazón, Hp.Mul.2.201.
German (Pape)
[Seite 188] auf-, ausdrücken, Plut. Symp. 6, 2 g. E.; ἀναθλίβει χεύματα μαστός Marian. 2 (IX, 668); πηγαὶ ἀναθλίβοιντο γάλακτος Ant. Sid. 72 (VII, 23).
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀναθλίβω: (ῑ) выжимать, выдавливать (τὰ ὑγρά Plut.; χεύματα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθλίβω: [ῑ]: μέλλ. -ψω, θλίβω, πιέζω ἰσχυρῶς, ἐξάγω τὸ ὑγρὸν διὰ τῆς πιέσεως, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 23., 9. 668· ἀναθλ. ῥεῑθρον εἰς κρήνην, ἀναγκάζω διὰ πιέσεως τὸ ῥεῑθρον νά ἀνέλθῃ, Στράβ. 173, πρβλ. 754.
Greek Monolingual
(Α ἀναθλίβω)
πιέζω, συμπιέζω, συνθλίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θλίβω.
ΠΑΡ. ανάθλιψη (-ις)].