ἀραχναῖος

Revision as of 18:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ᾰρ], α, ον, of or belonging to a spider, νήματα AP6.206 (Antip. Sid.); like a spider's web, μίτος ib.39 (Arch.); ἀραχναίη, = ἀράχνη, ib.9.233 (Eryc.).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): -εῖος Basil.M.29.132B, Gr.Naz.M.36.24A, Sud.
• Prosodia: [ᾰ-]
1 aracneo, de la araña φωλάς AP 9.233.2 (Eryc.).
2 de telaraña ἀραχναίοις νήμασιν ἰσόμορον AP 6.206.6 (Antip.Sid.), cf. 6.207.6 (Arch.), ὑφάσματα Basil.l.c., Gr.Naz.l.c.
fig. como telaraña μίτος AP 6.39.3 (Arch.), δεσμός Nonn.D.5.584, λόγοι Gr.Naz.M.37.555A.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d'araignée.
Étymologie: ἀράχνη.

Russian (Dvoretsky)

ἀραχναῖος: паучий (μίτος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀραχναῖος: -α, -ον, ὁ τῆς ἀράχνης, ὁ ἀνήκων εἰς ἀράχνην, Ἀνθ. Π. 6. 39, 206· ἀραχναίη = ἀράχνη αὐτόθι 9, 233: - ὡσαύτως, ἀράχνειος, ον, Βασίλ. τ. 1. σ. 55Ε.

Greek Monolingual

ἀραχναῖος, -α, -ον (Μ)
αράχνειος.

Greek Monotonic

ἀραχναῖος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε αράχνη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀράχνη
of or belonging to a spider, Anth.