ἐγκονίομαι

Revision as of 19:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Med., (κονίω) sprinkle sand over oneself after anointing, and before wrestling, X.Smp.3.8:—Pass., Luc.Am.45; to be in the dust, prob. l. in Hp.Vict.3.76.

Spanish (DGE)

cubrirse de polvo ἐγκονιόμενος δὲ χριέσθω dénsele fricciones cubierto de polvo Hp.Vict.3.76
echarse polvo encima los atletas para la competición, irón. ἴσως ἄν ... Αὐτολύκῳ ... ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι quizá le llegaría a Autólico para echarse polvo encima de una extensión de tierra muy pequeña, X.Smp.3.8
llenarse de polvo los atletas al competir ἐγκονίεται τὸ σῶμα el cuerpo se cubre de polvo Luc.Am.45, cf. Philostr.VA 8.18.

German (Pape)

[Seite 709] med., sich im Sande wälzen; Xen. Symp. 3, 8; Luc. Amor. 45.

French (Bailly abrégé)

se couvrir de poussière (avant la lutte).
Étymologie: ἐν, κόνις.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκονίομαι: посыпать себя песком (после умащивания) Xen., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκονίομαι: μέσ. (κονίω) κυλίομαι εἰς τὴν κόνιν μετὰ τὸ ἄλειμμα, δηλ. πρὸ τῆς πάλης, Ξεν. Συμπ. 3. 8, Λουκ. Ἔρωτ. 45.

Greek Monolingual

ἐγκονίομαι (Α)
κυλιέμαι στην άμμο μετά το ἄλειμμα και πριν από την πάλη («Αὐτολύκῳ τούτῳ ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐγκονίομαι: Μέσ., (κονίω), ρίχνω πάνω μου σκόνη πριν την πάλη, σε Ξεν.

Middle Liddell

κονίω
Mid. to sprinkle sand over oneself before wrestling, Xen.