ἐξαφύω

Revision as of 19:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ῠ], draw forth, οἶνον . . ἐξαφύοντες Od.14.95: poet.aor., ἰὸν ἐξήφυσσεν ὀδόντων Opp.H.1.573: Ep. fut. 3pl., ἐξαφύουσιν· ἐξαντλήσουσιν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 874] = Folgdm, ἐξαφύοντες Od. 14, 95.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. poét. ἐξήφυσσεν;
épuiser.
Étymologie: ἐξ, ἀφύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαφύω: вычерпывать, черпать (οἶνον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰφύω: ἀπαντλῶ, οἶνον... ἐξαφύοντες Ὀδ. Ξ. 95· - ποιητ. ἀόρ., ἰόν... ὃν πάρος ἧκε καὶ ἐξήφυσσεν ὀδόντων Ὀππ. Ἁλ. 1. 573· ἴδε ἀφύσσω.

English (Autenrieth)

(ἀφύω=ἀφύσσω): draw entirely out; οἶνον, Od. 14.95†.

Greek Monolingual

ἐξαφύω (Α) αφύω
αντλώ (κρασί, νερό κ.λπ.) από δοχείοοἶνον δὲ ἐξαφύοντες», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐξᾰφύω: (ἀφύσσω), αντλώ οινοπνευματώδες ποτό, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἀφύσσω
to draw forth liquor, Od.