ἐπέκπλοος

Revision as of 19:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

contr. ἐπέκ-πλους, ὁ, sailing out against, attack by sea, ἐ. ποιεῖσθαι Id.8.20.

German (Pape)

[Seite 914] ὁ, zsgzn -πλους, das Auslaufen der Flotte gegen den Feind, ἐπέκπλουν ποιεῖσθαι, gegen den Feind auslaufen, Thuc. 8, 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
v. ἐπέκπλους.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέκπλοος: стяж. ἐπέκπλους, ου ὁ боевой выход флота, морская атака (ἐπέκπλουν ποιεῖσθαι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέκπλοος: συνῃρ. -πλους, ὁ, (ἐκπλέω) ἔκπλους κατά τινος, ἐπίθεσις κατὰ θάλασσαν, ἐπεκδρομή, ἐπέκπλ. ποιεῖσθαι Θουκ. 8, 20.

Greek Monotonic

ἐπέκπλοος: συνηρ. -πλους, ὁ, έκπλους εναντίον, επίθεση από τη θάλασσα, σε Θουκ.

Middle Liddell


a sailing out against, an attack by sea, Thuc.