έκπλους

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source

Greek Monolingual

-ου (AM ἔκπλους, Α και ἔκπλοος)
η έξοδος πλοίου από λιμάνι, ο απόπλους
αρχ.
το στόμιο, η είσοδος λιμανιού.