έκπλους

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

-ου (AM ἔκπλους, Α και ἔκπλοος)
η έξοδος πλοίου από λιμάνι, ο απόπλους
αρχ.
το στόμιο, η είσοδος λιμανιού.