ἐπιταλαιπωρέω

Revision as of 20:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

A suffer or labour at, Th.1.123; πρὸς πολιτικοῖς Pl. R.540b; ἔργοις J.AJ17.13.3. 2 labour yet further, D.H.9.35.

German (Pape)

[Seite 989] dabei, noch dazu Mühsal bestehen, sich anstrengen, περὶ τῶν μελλόντων τοῖς παροῦσι βοηθοῦντας χρὴ ἐπιταλ. Thuc. 1, 123; πρὸς πολιτικοῖς, Mühen übernehmen, Plat. Rep. VII, 540 b.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se donner un surcroît de peine.
Étymologie: ἐπί, ταλαιπωρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτᾰλαιπωρέω:
1) (также, еще) трудиться: τοῖς παροῦσι βοηθοῦντας χρὴ ἐ. Thuc. содействуя текущим делам, необходимо еще трудиться (для будущего);
2) (над чем-л.) упорно работать (πρὸς πολιτικοῖς ἐ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτᾰλαιπωρέω: ἐπὶ πλέον ταλαιπωροῦμαι, κοπιάζω, Θουκ. 1. 123· πρός τινι, ἔν τινι πράγματι, Πλάτ. Πολ. 540Β.

Greek Monotonic

ἐπιτᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, κοπιάζω ακόμη περισσότερο, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to labour yet more, Thuc.