ἔκθυσις

Revision as of 20:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐκθύω I) A atonement, expiatory rites, Id.Marc.28. 2 averting by sacrifices, τῶν εἱμαρμένων Iamb.Myst.9.3, cf.1.13(pl.)(leg. ἐκλ-). II (ἐκθύω II) breaking out, eruption, Hp.Coac.168.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 expiación Plu.Marc.28.
2 evitación mediante sacrificios, exorcización τῶν εἱμαρμένων Iambl.Myst.9.3, μήνιδος Porph.Ep.Aneb.4.
-εως, ἡ
medic. erupción, exantema ἑλκέων Hp.Coac.168, cf. Epid.6.1.12, Erot.36.2.

German (Pape)

[Seite 761] ἡ, das Hervorkommen eines Hautausschlages, Hippocr. ἡ, die Sühnung, Sühnopfer, Plut. Marc. 28, wie Schol. Soph. O. C. 477.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
sacrifice expiatoire.
Étymologie: ἐκθύω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκθῠσις: εως ἡ (ритуальное) очищение, искупительная жертва Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθῠσις: -εως, ἡ, (ἐκθύω) ἐξιλέωσις, ἐξιλαστικὴ τελετή, Λατ. expiatio, Πλουτ. Μάρκ. 28˙ ― ἀλλά, ΙΙ. ἔκθῡσις, εως, ἡ, (ἐκθύω ΙΙ) ἐξόρμησις, ἐξάνθησις (ἐξανθημάτων ἐμφάνισις), Ἱππ. Κωακ. Προγν. 145, ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 510.

Greek Monolingual

(I)
ἔκθυσις, η (Α)
βλ. έκθυση.
(II)
ἔκθυσις, η (Α)
εξιλαστήρια θυσία, εξαγνιστική τελετή.

Greek Monotonic

ἔκθῠσις: -εως, ἡ, εξιλέωση, Λατ. exipiatio, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἔκθῠσις, εως
atonement, Lat. expiatio, Plut. [from ἐκθύω