ἐξάνθησις
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ἐξάνθημα (efflorescence, eruption, pustule), Hp.Aph.3.20, Ph.2.101, Archig. ap.Gal.12.468;
A growth of young hair, Sch.A.R.1.972, etc.
II fading, ὥσπερ ἐ. τις τῆς προϋπαρχούσης ὀσμῆς Thphr. CP 6.15.2 codd. ἐξανθίζω, deck as with flowers, paint in various colours, γυναῖκες.. αἳ καθήμεθ' ἐξηνεθισμέναι Ar.Lys.43; ἄνωθεν ἐξηνθισμένον, of a fish, Philem.79.6; παντοίᾳ κομμωτικῇ.. ἐξηνθισμένη Hld.7.19; ἐλέφας φοινικισμένος Max.Tyr.40.2.
II Med., gather flowers, Plu.2.661f.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. nom. plu. -ιες Hp.Aph.3.20]
I 1florecimiento, crecimiento c. gen. ἡ τῶν φυτῶν ἐ. Sch.Pi.I.4.29c, τῶν κινάρων Sch.Nic.Th.329b, τῶν ἀκανθῶν Phot.s.u. πάπποι
•fig. del primer brote de la barba en la pubertad ἐ. τριχῶν γενείου Orib.7.26.177, cf. Sch.A.R.1.972, Sch.A.Th.534h, ἡ τῶν ἀγαθῶν ἐλπίδων ἐ. τε καὶ φανέρωσις Gr.Nyss.Hom.in Cant.423.11.
2 medic. exantema, erupción cutánea ἐξανθήσιες ἑλκώδεες exantemas ulcerosos Hp.Aph.l.c., cf. Gal.6.244, ἐξανθήσεις τινές εἰσι περὶ τῆν κεφαλὴν μεθ' ἑλκώσεως Archig. en Gal.12.468, ἐξανθήσεις πελιδναί exantemas cárdenos Aët.3.35, cf. Orib.7.26.75, φλυκταινῶν ἐ. erupción de pústulas Ast.Am.Hom.3.3.5, cf. Ph.2.101.
II bot. caída de la flor, desfloración fig. c. gen. ὥσπερ ἐ. τις τῆς προϋπαρχούσης ὀσμῆς καὶ δυνάμεως Thphr.CP 6.15.2.
German (Pape)
[Seite 869] ἡ, 1) das Hervorblühen, der Ausschlag, Hippocr.; vom Barthaar, Schol. Ap. Rh. 1, 972. – 2) das Abblühen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάνθησις: -εως, ἡ, = ἐξάνθημα, ἐξανθήσεις ἑλκώδεις Ἱππ. Ἀφορ. 1248· ἡ ἔκφυσις, «φύτρωμα», ἴουλος, ἡ πρώτη ἐξάνθησις τῶν ἐν τῷ γενείῳ τριχῶν Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 972, κτλ. ΙΙ. παρὰ Θεοφρ. (π. Φυτ. Αἰτ. 6. 15, 2) ἡ τῶν ἀντιγράφων γραφὴ ἐξάνθησις, διωρθώθη ἐξάτμισις, ἴδε ἔκδ. Wimmer.