Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
ἀνάστημα, βλάστημα, ἐνδίδωμι, ἀναχοή, ἐξανάδοσις, ἀναφύσησις, ἔκβρασμα, ἔκβρασις, ἔκθυσις, ἐκφύσημα, ἔκφυμα, ἐκβρασμάτιον, ἀναφύσημα, ἄνθος, ἐκπύρωσις, ἐκβρασμός