ἴτω

Revision as of 21:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ῐ], 3sg. imper. from εἶμι (ibo); in Trag. almost an exclamation, go to! S.Ph.120; well, well! E.Med.798.

French (Bailly abrégé)

impér. prés. 3ᵉ sg. de εἶμι aller;
chez les Att. sorte d’exclamation eh bien donc ! soit ! ; allons, c'en est fait ! ; qu’il aille (où il voudra) càd je le méprise.

Russian (Dvoretsky)

ἴτω: (3 л. sing. imper., praes., к εἶμι)
1) пусть придет (ἴ. Τελαμώνιος ἄλκιμος Αἴας Hom.);
2) ладно, пусть (будет): ἴ., ποιήσω Soph. ладно, сделаю; ὅμως τοῦτο μὲν ἴ. Plat. впрочем, пусть будет так.

Greek (Liddell-Scott)

ἴτω: ῐ, γ΄ ἑνικ. προστ. τοῦ εἶμι, ἂς ὑπάγῃ, Ὅμ.· παρ᾽ Ἀττ. σχεδὸν ὡς ἐπιφώνημα, ἐμπρός, καὶ ὅ τι θέλῃ ἂς γείνῃ, ἴτω· ποιήσω, πᾶσαν αἰσχύνην ἀφεὶς Σοφ. Φιλ. 120, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 780.

English (Autenrieth)

see εἶμι.

Greek Monotonic

ἴτω: [ῐ], γʹ ενικ. προστ. του εἶμι (ibo), άφησέ τον ή άσ' τον να φύγει, ας φύγει, σε Όμηρ., Αττ.

English (Woodhouse)

exclamatory