ὀρνιθεύω

Revision as of 21:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

A catch birds, snare birds, X.HG4.1.16. II ὀρνιθεύομαι = οἰωνίζομαι, observe the flight or cries of birds for divination, D.H.4.13, Hecat.Abd.14.

German (Pape)

[Seite 383] Vögel fangen, Xen. Hell. 4, 1, 16. – Med. den Flug oder die Stimme der Vögel beobachten, um danach zu weissagen, D. Hal. 4, 13.

French (Bailly abrégé)

chasser aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθεύω: ловить птиц Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθεύω: (ὄρνις) συλλαμβάνω διὰ δικτύων, παγίδων κτλ. πτηνά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16. ΙΙ. ὀρνιθεύομαι, ἀποθ., = οἰωνίζομαι, παρατηρῶ τὴν πτῆσιν ἢ τὰς κραυγὰς τῶν πτηνῶν πρὸς μαντείαν, Διον. Ἁλ. 4. 13, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 22.

Greek Monolingual

ὀρνιθεύω (Α) όρνις, -ιθος
1. ασχολούμαι με το κυνήγι πτηνών
2. μέσ. ὀρνιθεύομαι
παρατηρώ το πέταγμα ή την κραυγή πτηνών προκειμένου να μαντέψω το μέλλον.

Greek Monotonic

ὀρνῑθεύω: (ὄρνις), μέλ. -σω, πιάνω ή παγιδεύω πουλιά, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀρνῑθεύω, fut. -σω ὄρνις
to catch or trap birds, Xen.