ὑψίκομος

Revision as of 22:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, also η, ον Q.S.5.119: (κόμη):—A with high-bound tresses, Ἑλένα Pi.Pae.6.95. 2 with lofty foliage, towering, δρύες Il.14.398, Od.9.186, Hes.Sc.376; ἐλάται E.Alc.585 (lyr.); ὄρη Asius Fr.Ep.8.

French (Bailly abrégé)

ος ou poét. η, ον :
à la chevelure élevée, càd au feuillage élevé ou à la cime chevelue.
Étymologie: ὕψι, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίκομος: высоколиственный, с высокой кроной (δρῦς Hom., Hes.; ἐλάται Eur.; δόνακες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκομος: -ον, καὶ η, ον, Κόϊντ. Σμυρν. 5. 119 (κόμη)· ― ὁ ἔχων ὑψηλὴν κόμην, ὑψηλὸν φύλλωμα, ὑψηλός, δρῦς Ἰλ. Ξ. 398, Ὀδ. Ι. 186· δρῦς ὑψικόμους, ἐλάτας τε παχείας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509· ἐλάται Εὐρ. Ἄλκ. 585· ὄρη Ἄσιος παρὰ Παυσ. 8. 1, 4· τὸ τῶν ἀρετῶν ὑψίκομον Εὐστ. Πονημάτ. 360. 20. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑψίκομος· φοίνιξ καὶ ὁ ἄνω τὰς τρίχας ἔχων».

English (Autenrieth)

(κόμη): with lofty foliage.

English (Slater)

ὑψῐκομος, -ον with high piled hair ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ (Pae. 6.95)

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψίκομος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α
(για δέντρο) αυτός που έχει το φύλλωμά του ψηλά
αρχ.
1. αυτός του οποίου οι βόστρυχοι είναι δεμένοι ψηλά
2. (για όρος) υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ-κομος].

Greek Monotonic

ὑψίκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει υψηλό φύλλωμα, πανύψηλος, απέραντος, σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.

Middle Liddell

ὑψί-κομος, ον, κόμη
with lofty foliage, towering, Hom., Hes., Eur.