ῥαφεύς

Revision as of 22:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

έως, ὁ, (ῥάπτω) A stitcher, patcher, cobbler, Poll.7.42. 2 metaph., ῥ. φόνου planner of murder, A.Ag.1604.

German (Pape)

[Seite 835] ὁ, der Näher, Flicker, Sticker, u. übertr., ῥ. φόνου, der Mordanstifter, Aesch. Ag. 1586.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui trame un complot.
Étymologie: ῥάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰφεύς: έως ὁ ῥάπτω 4] зачинщик, вдохновитель (φόνου Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰφεύς: έως, ὁ, (ῥάπτω) ῥάπτης, Πολυδ. Ζ΄, 42. 2) μεταφορ., φόνου ῥαφεύς, ἠθικὸς αὐτουργὸς φόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
ο ράφτης
αρχ.
φρ. «ῥαφεὺς φόνου» — αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («κἀγώ δίκαιου τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφή + κατάλ. -εύς (πρβλ. γραφ-εύς)].

Greek Monotonic

ῥᾰφεύς: -έως, ὁ (ῥάπτω), μπαλωματής, ράφτης· μεταφ., ῥαφεὺς φόνου, αυτός που σχεδιάζει, ηθικός αυτουργός φόνου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ῥᾰφεύς, έως, ὁ, ῥάπτω
a stitcher, patcher: metaph., ῥ. φόνου a planner of murder, Aesch.

English (Woodhouse)

deviser