βλακεία

Revision as of 15:45, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

English (LSJ)

(-ία), Hsch.), ἡ, (βλάξ) slackness, X.Cyr.2.2.25, 7.5.84; stupidity, Pl.Euthd.287e, Phld.Mus.p.56 K., Hierocl.in CA17p.457M.; τὸ τῆς β. πεδίον Luc.VH2.33.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 molicie, relajación, poltronería junto a πονηρία X.Cyr.7.5.84, β. καὶ ἀπονία X.Cyr.2.2.25, δειλία καὶ β. Plb.3.81.7, cf. Aristid.Or.7.21, Chrys.M.57.543, 58.542, Ast.Am.Hom.1.5.1, Vett.Val.386.15.
2 fatuidad, necedad, tontería ἐξήμαρτον διὰ τὴν βλακείαν Pl.Euthd.287e, β. καὶ ἀλαζονεία Plu.2.47d, cf. Phld.Mus.p.56K., Clem.Al.Paed.2.11.116, σωφροσύνη καὶ β. Aristid.Or.2.432, (βλακεία) τὸ μὴ δύνασθαι πένησι συγκαθέσασθαι Chrys.M.62.304, cf. Hierocl.in CA 17.2, Origenes Io.10.27
chochez διὰ τὸ γῆρας Eun.VS 479.

German (Pape)

[Seite 447] ἡ, Trägheit, Dummheit, Plat. Euthyd. 287 e; καὶ ἀπονία Xen. Cyr. 2, 2, 25; vgl. 7, 5, 38; Pol. 3, 81. Erst Sp. = μαλακία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 mollesse, paresse ; lâcheté;
2 stupidité, bêtise.
Étymologie: βλακεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλακεία -ας, ἡ βλάξ slapheid, lamlendigheid:; βλακείᾳ καὶ ἀπονίᾳ μόνον κακοί alleen door slapheid en luiheid slecht Xen. Cyr. 2.2.25; domheid:. ἐξήμαρτον διὰ τὴν βλακείαν door mijn domheid zat ik er geheel naast Plat. Euthyd. 287e.

Russian (Dvoretsky)

βλᾱκεία: ἡ вялость, неповоротливость, тж. тупоумие, тупость Xen., Plat., Polyb., Plut.

Middle Liddell

βλάξ
laziness, stupidity, Xen., Plat.

Greek Monolingual

η (AM βλακεία) βλακεύω
διανοητική καθυστέρηση μέτριου βαθμού
νεοελλ.
ανόητα λόγια ή πράξεις.

Greek Monotonic

βλᾱκεία: ἡ, νωθρότητα, οκνηρία, κουταμάρα, ανοησία, σε Ξεν., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

βλᾱκεία: ἡ, ὀκνηρία, νωθρότης, ἠλιθιότης, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 25., 7. 5, 83, Πλάτ. Εὐθυδ. 287 Ε· -βλάκευμα, τό, ἀνόητον, μωρὸν τέχνασμα, Εὐστ.

English (Woodhouse)

folly, dullness