adv.
P. οὐδένι κόσμῳ, ἀτάκτως, χύδην, ἀναμίξ, P. and V. εἰκῆ, φύρδην (Xen.), or use adj., P. and V. συμμιγής (Plat.), σύμμικτος. They scattered all pell-mell: V. πάντʼ ἄνω τε καὶ κάτω διέφερον (Eur., Bacch. 753).