αὔγασμα

Revision as of 08:15, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

ατος, τό, brightness, whiteness, LXXLe.13.38.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mancha descolorida ἐὰν γένηται ἐν δέρματι ... αὐγάσματα αὐγάζοντα LXX Le.13.38.

German (Pape)

[Seite 391] τό, Erleuchtung, Glanz, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

αὔγασμα: τό, ἐξάνθημα λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), λάμψις, στιλπνότης, Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686.

Greek Monolingual

αὔγασμα, το (Α) αυγάζω
1. λαμπρότητα, φέγγος
2. λευκό εξάνθημα του δέρματος.