χιλιαρχία

Revision as of 10:50, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

English (LSJ)

ἡ, A office or post of χιλίαρχος, X.Cyr.4.1.4. 2 office of tribunus militum Plu. Cam.38, al., D.C.59.29; ἀπὸ τριῶν χ., = Lat. tribus militiis, IGRom. 4.1204 (Thyatira). II unit under the command of a χιλίαρχος, corps of 1024 men, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.6, Arr.Tact.10.5. 2 = χιλιάς, LXX Nu.31.48, 1 Ma.5.13. 3 Persian military district, AJA 16.13 (Sardis, iv/iii B. C.). III = χιλιετηρίς, applied to work by Asinius Quadratus, St.Byz. s.v. Ὀξύβιοι (cf. χιλιάς ΙΙ).

German (Pape)

[Seite 1355] ἡ, das Amt od. die Würde des χιλιάρχης, Xen. Cyr. 4, 1,4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fonction de chiliarque;
2 fonction de tribun militaire à Rome.
Étymologie: χιλίαρχος.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιαρχία:
1) хилиархия, должность хилиарха Xen., Plut.;
2) (в Риме; лат. tribunatus militum) должность военного трибуна Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιαρχία: ἡ, ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ χιλιάρχου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4.1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3484, Πλούτ. 2) τὸ ἀξίωμα τῶν tribuni militares, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 38. ΙΙ. = χιλιάς, χιλιανδρία, δηλ. ἀριθμὸς ἀνδρῶν διοικουμένων ὑπὸ χιλιάρχου, ἀπώλεσαν ἐκεὶ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν Ἑβδ. (Μακκ. Πρῶτ. κεφ. Ε΄, 13).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χιλίαρχος
1. το αξίωμα του χιλιαρχου
2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία του Τζαβέλλα», Βλαχογ.
β. «ἀπώλεσαν ἐκεῖ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ)
αρχ.
1. περσική στρατιωτική περιφέρεια
2. χιλιετηρίδα.

Greek Monotonic

χῑλιαρχία: ἡ,
1. αξίωμα του χιλίαρχου, σε Ξεν.
2. το αξίωμα των tribuni militares, στον ίδ.

Middle Liddell

χῑλιαρχία, ἡ,
1. the office or post of χιλίαρχος, Xen.
2. the office of the tribuni militares, Xen.