ἐντιναγμός

Revision as of 10:55, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

English (LSJ)

ὁ, shaking, LXX Si.22.15 (v.l. ἐντίναγμα, as in Sch. Od.17.231).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
choque, golpe brusco φύλαξαι ἀπ' αὐτοῦ ... οὐ μὴ μολυνθῇς ἐν τῷ ἐντιναγμῷ αὐτοῦ apártate de él (del cerdo) no sea que te manches al chocar con él LXX Si.22.13.

German (Pape)

[Seite 856] ὁ, das Daraufstoßen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντῐναγμός: ὁ, τίναγμα, Ἑβδ. (Σειράχ. ΚΒ΄, 13· μετὰ διαφ. γραφ. ἐντίναγμα).

Greek Monolingual

ἐντιναγμός, ο (Α)
1. το τίναγμα
2. ασύνετος λόγος, απερίσκεπτη πράξη.