τράγημα

Revision as of 15:05, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

[ᾰγ], ατος, τό, mostly in plural, like τρωγάλια, dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert, Ar.Ach.1091, Ra.510, X.An.2.3.15, Diocl.Fr.141, POxy.1070.31 (iii A. D.), etc.; ὀνομάζω τ. τὰ παρὰ τὸ δεῖπνον ἐσθιόμενα τῆς ἐπὶ τῷ πίνειν ἡδονῆς ἕνεκα Gal.6.550; called δευτέρα τράπεζα, Arist.Fr.104; κάρυα καὶ τ. Clearch.Com.4; κάρυα καὶ . . καστάναια καὶ κυάμους Αἰγύπτου . . καὶ εἴ τινα ἄλλα τ. IG22.1013.20 (ii B. C.); καὶ τ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Pl.R.372c: metaph., Lyc.Fr.3; τ. τῶν λόγων D.H. Rh.10.18: less freq. in sg., Alex.250, Diph.79, Crobyl.9, Arist. l. c., Aret.CD1.2.

German (Pape)

[Seite 1132] τό, Knupperwerk, zum Nachtisch gegeben, Nüsse, Mandeln, Zuckergebäck, dragées; meist im plur.; Ar. Ach. 1056 Plut. 190. 996; Xen. An. 2, 3, 15. 5, 3, 9; Plat. Rep. II, 372 c; auch übtr., τραγήματα τῶν λόγων, D. Hal. rhet. 10, 18.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
friandise de dessert, régal.
Étymologie: τραγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

τράγημα: ατος (ρᾰ) τό преимущ. pl. лакомство, тж. десертное блюдо Arph., Xen., Plat., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

τράγημα: [ᾰ], τό, κυρίως, τὸ χάριν τέρψεως τρωγόμενον, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὰ τρωγάλια, ξηροὶ καρποὶ ἐσθιόμενοι μετὰ τὴν κυρίαν τροφήν, ὡς ἐπιδόρπια, Λατ. bellaria, Γαλλ. dra?ées, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1091, Βάτρ. 510, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· καλοῦνται καὶ δευτέρα τράπεζα, Ἀριστ. Ἀποσπάσμ. 100, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοίοις» 1· κάρυα καὶ τρ. Κλέαρχ. ἐν «Πανδρόσῳ» 1· κάρυα καί... καστάναια καὶ κυάμους Αἰγυπτίους... καὶ εἴ τινα ἄλλα τρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 20· καὶ τρ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Πλάτ. Πολ. 372C· - μεταφορ., τ. τῶν λόγων Διον. Ἁλ. π. Ῥητ. σελ. 393· - σπάν. ἐν τῷ ἑνικ., Ἄλεξις ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Δίφιλ. ἐν «Τελεσίᾳ» 1, Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 2.

Spanish

golosinas

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και τράγιμα Α
1. επιδόρπιο
2. (κυρίως στον πληθ.) τα τραγήματα
ξηροί καρποί που συνήθως τρώγονται μετά το κυρίως φαγητό, τρωγάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ- του τρώγω (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ-εῖν) + κατάλ. -ημα (πρβλ. πάθ-ημα, στέργ-ημα)].

Greek Monotonic

τράγημα: [ᾰ], -ατος, τό, κυρίως αυτό που τρώγεται χάριν τέρψης, συνηθέστερα στον πληθ., ξηροί καρποί ή ζαχαρωτά, που τρώγονταν ως επιδόρπιο, Λατ. bellana, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

τρᾰ́γημα, ατος, τό,
properly that which is eaten for eating's sake, mostly in plural, dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert, Lat. bellaria, Ar., Xen.

Léxico de magia

τό plu. golosinas usadas en ofrendas παραθήσεις δὲ αὐτῷ παντοῖα γένη καρπῶν νέων πόπανά τε ζʹ, στροβίλους ζʹ, τραγημάτων πᾶν γένος pondrás junto a él toda clase de frutos nuevos, siete pasteles y siete piñas, toda clase de golosinas P XII 22 κόσμει δὲ καὶ παράθεσιν στροβίλων, ἄρτων καβόνιον, τραγημάτων prepara también una ofrenda de piñas, una cesta de panes, golosinas P XIII 1013