ἀπολέπω

Revision as of 15:35, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

aor. 2 Pass. A ἀπελέπην Hsch.:—peel, skin, ἀ. μάστιγι τὸ νῶτον cj. Ruhnk. in E.Cyc.237; ὥσπερ ᾠὸν τὸ λέμμα Ar.Av.673; θπίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόν with the stalk peeled, Epich. 158. 2 lop off, στεῦτο ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ Il.21.455 (dub.l.).

Spanish (DGE)

1 cortar, rebanar οὔατα χαλκῷ Il.21.455.
2 pelar κρόμμυα Hp.Morb.2.22, ὥσπερ ᾠὸν ... ἀπολέψαντα ... τὸ λέμμα quitando la cáscara como a un huevo Ar.Au.673, en v. pas. θρίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόν Epich.145, cf. Phot.α 2556.

German (Pape)

[Seite 311] abschälen, Ar. Av. 673, ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὸ λέμμα, abhäuten: μάστιγι τὸ νῶτον, abgerben, Eur. Cycl. 237; Sp.

French (Bailly abrégé)

1 peler;
2 écorcher.
Étymologie: ἀπό, λέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολέπω: облуплять, сдирать (τὸ λέμμα ἀπὸ τῆς κεφαλῆς Arph.; μάστιγι τὸ νῶτον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολέπω: μέλλ. -ψω, ἐκλεπίζω, ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν, τὸ δέρμα, ἀπ. μάστιγι τὸ νῶτον (πρβλ. ἀποθλίβω) Εὐρ. Κύκλ. 237· ὥσπερ ᾠὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 673· θρίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόν, μὲ τοὺς καυλοὺς ἐκλελεπισμένους, Ἐπιχ. 109 Ahr., ἡ τὸν καυλὸν ἀπολελεμμένη θρίδαξ Εὐστ. Ὀδ. 1863, 55.

English (Autenrieth)

fut. inf. ἀπολεψέμεν: peel off, ‘lop off,’ οὔατα, Il. 21.455† (v.l. ἀποκοψέμεν).

Greek Monotonic

ἀπολέπω: μέλ. -ψω, απολεπίζω, αφαιρώ τον φλοιό, το δέρμα, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

to peel off, flay, Eur., Ar.

Léxico de magia

pelar, quitar la cáscara ἀπολέψας (τὸν ὠὸν) ῥόφησον quitando la cáscara al huevo sórbelo P VII 527