τραπέζιο

Revision as of 17:21, 18 October 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / τραπέζιον, ΝΑ τράπεζα
1. (με υποκορ. σημ.) μικρή τράπεζα, τραπεζάκι
2. μαθημ. επίπεδο τετράπλευρο που έχει τις δύο πλευρές παράλληλες και άνισες
νεοελλ.
1. όργανο γυμναστικής με δύο στερεά σχοινιά που αιωρούνται και τα οποία ενώνονται στα ελεύθερα άκρα τους με μια σκληρή ράβδο
2. φρ. α) «ισοσκελές τραπέζιο» — τραπέζιο του οποίου οι μη παράλληλες πλευρές είναι ίσες
β) «ορθογώνιο τραπέζιο» — τραπέζιο που έχει τη μία από τις μη παράλληλες πλευρές κάθετη στις βάσεις
γ) «τραπέζιο διαμόρφωσης»
(ραδιοτεχν.) σχήμα που εμφανίζεται στην οθόνη του παλμογράφου και χρησιμεύει για τον έλεγχο διαμόρφωσης ενός ραδιοφωνικού πομπού
αρχ.
1. το τραπέζι του αργυραμοιβού
2. δείπνο.

Translations

Arabic: شِبْهُ مُنْحَرِفٍ‎; Armenian: սեղան; Bengali: ট্রাপিজিয়াম; Bulgarian: трапец; Catalan: trapezi; Chinese Mandarin: 梯形; Czech: lichoběžník; Danish: trapez; Dutch: trapezium; Esperanto: trapezo; Finnish: puolisuunnikas; French: trapèze; Galician: trapecio, trapezoide; German: Paralleltrapez, Trapez; Greek: τραπέζιο; Ancient Greek: τραπέζιον; Hebrew: טְרָפֶּז‎; Hungarian: trapéz; Ido: trapezo; Italian: trapezio; Japanese: 台形, 梯形; Korean: 사다리꼴; Latin: trapezoides, trapezion, mensula; Latvian: trapece; Lithuanian: trapecija; Macedonian: трапез; Maori: taparara; Navajo: heetsʼóozgo dikʼą́; Persian: زنخدار‎, ذوزنقه‎; Polish: trapez inan; Portuguese: trapézio; Russian: трапеция; Spanish: trapecio; Tagalog: tagigapay; Thai: สี่เหลี่ยมคางหมู; Turkish: yamuk; Vietnamese: hình thang