τραπεζάκι

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source

Greek Monolingual

το, Ν τραπέζι
1. υποκορ. μικρό τραπέζι
2. στρογγυλό, συνήθως, τραπέζι που χρησιμοποιείται σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις
3. συνεκδ. πνευματιστική συγκέντρωση.