πολύηχος

Revision as of 19:20, 31 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, = πολυηχής, γῆρυς, θάλασσα, Ph.1.373, Sch.S.Aj.695: metaph., χωρίον ψυχῆς Ph.1.372; βίος ταραχώδης καὶ πολύηχος noisy, Epict.Gnom.1. Adv. πολυήχως = with varied voices Ael.NA12.28.

German (Pape)

[Seite 663] = πολυηχής, Sp.; ᾄδειν πολυήχως, Ael. H. A. 12, 27.

Greek (Liddell-Scott)

πολύηχος: -ον, = πολυηχής, Φίλων 1. 372, κτλ.· μεταφ., βίος τραχώδης καὶ π., θορυβώδης, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. τ. 1. 46. Ἐπίρρ. πολυήχως, Αἰλ. π. Ζ. 12. 28.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύηχος, -ον, ΝΜΑ
πολυηχής
αρχ.
θορυβώδης, πολυτάραχοςβίος... πολύηχος», Επίκτ.).
επίρρ...
πολυήχως Α
με πολλούς ήχους, με πολυφωνίαπολυήχωςᾄδω», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηχος (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. εύ-ηχος].