οἰήϊον

Revision as of 16:35, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

τό, Ep. for οἴηξ, οἴαξ, rudder, helm, Od.9.483: pl., 12.218, Il.19.43.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gouvernail.
Étymologie: cf. οἴαξ.

Russian (Dvoretsky)

οἰήϊον: τό (= οἴαξ) руль, кормило (οἰήϊα νηῶν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰήϊον: τό, Ἐπικ. ἀντὶ οἴηξ, οἴαξ, Ὀδ. Ι. 483· ἐν τῷ πληθ., Μ. 218, Ἰλ. Τ. 43.

Greek Monolingual

οἰήϊον, τὸ (Α)
(επικ. τ.) οἴαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ «τιμόνι, πηδάλιο», τ. σχηματισμένος προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών κατά τα λαισήϊον, ξεινήϊον. Ο τ. απαντά στον Όμηρο].

Greek Monotonic

οἰήϊον: τό, Επικ. αντί οἴηξ, οἴαξ, πηδάλιο, τιμόνι, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

See also: s. οἴαξ.

Frisk Etymology German

οἰήϊον: {oiḗïon}
See also: s. οἴαξ.
Page 2,360

German (Pape)

τό, = οἴαξ, Steuerruder; Od. 9.483; im plur., οἵ τε κυβερνῆται καὶ ἔχον οἰήϊα νηῶν, Il. 19.43; ἐπεὶ νηὸς οἰήϊα νωμᾷς, Od. 12.218; Simonids. bei Plut. reip. ger. praec. 13.