λήσμων

Revision as of 16:35, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (λήθω) unmindful, Them.Or.22.268c.

Greek (Liddell-Scott)

λήσμων: -ον, γεν. -ονος, (λήθω) ἐπιλήσμων, μὴ σκεπτόμενος περί τινος, ἀδιάφορος, Θεμίστ. 268C.

Greek Monolingual

λήσμων, -ον (Α)
επιλήσμων, ξεχασιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱθ-μων (< θ. λᾱθ- του λανθάνω, [[[πρβλ]]. λήθη + επίθημα -μων), πρβλ. γνώμων, τλήμων. Το -σ- του τ. αναλογικά προς τους άλλους του λανθάνω με -σ- (πρβλ. λήστις)].

German (Pape)

ον, vergessend, vergeßlich, erst Sp., wie Themist., τινός.