δηρίομαι
English (Autenrieth)
(δῆρις), inf. δηριάασθαι, imp. δηριαάσθων, ipf. δηριόωντο, aor. δηρίσαντο, aor. pass. dep. δηρινθήτην: contend; mostly with arms, τὼ περὶ Κεβριόνᾶο λέονθ' ὣς δηρινθήτην, Il. 16.756; less often with words, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, Od. 8.76, , Il. 12.421.
English (Slater)
δηρῐομαι contend with c. dat. δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (O. 13.44)
Greek Monotonic
δηρίομαι: [ῑ], μέλ. δηρίσομαι, γʹ πληθ. Επικ. αορ. αʹ δηρίσαντο, γʹ δυϊκ. Παθ. δηρινθήτην· αποθ. = το προηγ., σε Όμηρ.
German (Pape)
Depon. in der Bdtg des activ. δηρίω: Homer Od. 8.76 ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν; Il. 17.734 οὐδέ τις ἔτλη πρόσσω ἀΐξας περὶ νεκροῦ δηρίσασθαι, var. lect. δηριάασθαι; in derselben Bdtg wie in diesen Stellen der aorist. med. steht der aorist. passiv. Il. 16.756 τὼ περὶ Κεβριόναο λέονθ' ἃς δηρινθήτην, vgl. ἱδρύνθην ἱδρύω. Euphorio bei Tzetz. Lyc. 440 δηρινθέντες (Meineke Anal. Alex. p. 90); Orph. Lith. 670 δηρινθῆναι; Ap.Rh. 2.16 δηρινθῆναι; 1.1343 δηρίσασθαι; 4.1767 δηρίσαντο; das Praes. bei Pind., Ol. 13.44 δηρίομαι; das futur. bei Theocr., 22.70 δηρισόμεθα. – Vgl. δηριάομαι, δῆρις, ἀδήριτος.