ἀδήριτος

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδήριτος Medium diacritics: ἀδήριτος Low diacritics: αδήριτος Capitals: ΑΔΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: adḗritos Transliteration B: adēritos Transliteration C: adiritos Beta Code: a)dh/ritos

English (LSJ)

ἀδήριτον,
A without strife, without struggle, without battle, Il.17.42.
2 uncontested, undisputed, Plb.1.2.3, Orph.A.846. Adv. ἀδηρίτως = unquestionably, incomparably, Plb.3.93.1, D.S.4.14, Plu.Caes.3.
II not to be striven against, unconquerable, invincible, impregnable, ἀνάγκης σθένος A.Pr.105.

Spanish (DGE)

(ἀδήρῑτος) -ον
• Alolema(s): fem. -η Hsch.
I 1ajeno a la lucha, que no ha experimentado la guerra, no destruido por la guerra οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀπείρητος πόνος ἔσται οὐδ' ἔτ' ἀ. Il.17.42.
2 indiscutido, incontestado ἡγεμονία Plb.1.2.3, γέρας Orph.A.846, ὑπολαβόντες ἀδήριτον αὐτοῖς ὑπάρχειν τὴν Ἰβηρίαν considerando su posición en Iberia como indiscutida Plb.10.36.3, ὕβρις Plb.3.3.5.
II contra lo que no se puede luchar, irresistible ἀνάγκης σθένος A.Pr.105, γόος Androm.14, cf. Epic.Alex.Adesp.SHell.940.12.
III que no teme la lucha γυναῖκες δῆριν ἀπειλείουσιν ἀδηρίτῳ Λυκοόργῳ las mujeres lanzan el grito de combate contra Licurgo que no teme el combate Nonn.D.20.204, cf. 22.73, 40.98.
IV adv. ἀδηρίτως = sin disputa Plb.3.93.1, D.S.4.14, Plu.Caes.3, Gp.5.2.19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans combat;
2 qu'on ne peut combattre, invincible, inexpugnable.
Étymologie: , δηρίω.

German (Pape)

[ῑ], kampflos, ungekämpft, πόνος Il. 17.42 (ἅπαξ εἰρημ.); Polyb. 1.2.3; unbestritten, unbezwinglich, ἀνάγκης σθένος Aesch. Pr. 105.
• Adv. ἀδηρίτως, unbestritten, unzweifelhaft, Plut., z.B. Pomp. 76.

Russian (Dvoretsky)

ἀδήρῑτος:
1 не ставший предметом спора: οὐκ ἔτι ἀ. ἔσται Hom. теперь-то решится вопрос; ἔτη δώδεκα κατεῖχον ἀδήριτον (τὴν τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίαν) Polyb. двадцать лет никто у них не оспаривал гегемонии над Грецией;
2 неодолимый, непобедимый (ἀνάγκης σθένος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδήρῑτος: -ον, (δηρίομαι) ὁ ἄνευ ἀγῶνος ἢ μάχης, Ἰλ. Ρ. 42, ἔνθα ἴδε Spitzn. 2) ἀκαταμάχητος, ἀδιαφιλονείκητος, Ὀρφ. Ἀργ. 849, Πολύβ. 1. 2. 3: - οὕτως ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 93. 1. ΙΙ. καθ’ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ πολεμήσῃ, ἀκαταμάχητος· ἀνάγκης σθένος, Αἰσχύλ. Πρ. 105.

English (Autenrieth)

(δῆρις): uncontested, Il. 17.42†.

Greek Monotonic

ἀδήρῑτος: -ον (δηρίομαι),
I. αυτός που γίνεται χωρίς αγώνα ή πάλη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ακαταμάχητος, αήττητος· ἀνάγκης σθένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δηρίομαι
I. without strife or battle, Il.
II. unconquerable, ἀνάγκης σθένος Aesch.

English (Woodhouse)

irresistable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀκαταμάχητος). Ἀπό τό α στερητ. + δηρίομαι (=μάχομαι).

Translations

irresistible

Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: onweerstaanbaar; Finnish: vastustamaton; French: irrésistible; Galician: irresistible, irresistíbel; German: unwiderstehlich; Greek: ακαταμάχητος; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: irresistibile; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: irresistível; Romanian: irezistibil; Russian: неотразимый; Spanish: irresistible; Swedish: oemotståndlig

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний