ἐϋκτήμων

Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (κτῆμα) wealthy, Pi.N.7.92; εὐκτ- Paul. Al.M.2.

Russian (Dvoretsky)

ἐϋκτήμων: 2, gen. ονος богатый (ἀγυιά Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋκτήμων: -ον, (κτῆμα) ἔχων πολλὰ καὶ καλὰ κτήματα, εὐκτήμων, πλούσιος, Πινδ. Ν. 7. 135, Πολυδ. Γ΄, 109.

Greek Monolingual

ἐϋκτήμων, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά και καλά κτήματα, ο μεγαλοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + -κτήμων (< κτήμα < κτώμαι), πρβλ. ακτήμων, φιλοκτήμων].

Greek Monotonic

ἐϋκτήμων: -ον (κτῆμα), πλούσιος, σε Πίνδ.

German (Pape)

p. = εὐκτήμων.