φιλοκτήμων

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκτήμων Medium diacritics: φιλοκτήμων Low diacritics: φιλοκτήμων Capitals: ΦΙΛΟΚΤΗΜΩΝ
Transliteration A: philoktḗmōn Transliteration B: philoktēmōn Transliteration C: filoktimon Beta Code: filokth/mwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, = φιλοκτέανος, Sol.36.19, Ptol.Tetr.158.

German (Pape)

[Seite 1281] = φιλοκτέανος, Solon. frg. 28 in VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκτήμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκερδής, φιλοχρήματος, Σόλων 35. 19· μὴ γίνου φιλάργυρος, μὴ αἰσχροκερδής, μὴ φιλοκτήμων Ἀθαν. τ. 2, σ. 361D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 264, κλπ., Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. φιλοκτέανος.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) αυτός που επιθυμεί έντονα και επιδιώκει επίμονα την συσσώρευση κτημάτων, την πρόσκτηση υλικών κερδών, πλεονέκτης, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτήμων (< κτήμα), πρβλ. πολυκτήμων].