ἀμοιβηδίς

Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Adv., (ἀμοιβή) alternately, in succession, Il.18.506, Od.18.310, h.Cer326.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
adv. por turno, Il.18.506, Od.18.310, h.Cer.326, A.R.3.226, cf. tb. A.D.Synt.343.12, Hdn.Gr.1.512, Sud.

French (Bailly abrégé)

adv.
alternativement, mutuellement.
Étymologie: ἀμοιβή, -δις.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοιβηδίς: adv. чередуясь, поочередно Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοιβηδίς: Ἐπίρρ. (ἀμοιβή) ἀμοιβαίως, ἐξ ἀμοιβῆς, ἐναλλάξ. Ἰλ. Σ. 506, Ὀδ. Σ. 310· ὡσαύτως ἀμοιβήδην, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1071, Ὀρφ. Λ. 685 Πρβλ. ἀμοιβαδίς.

English (Autenrieth)

by turns, Il. 18.506 and Od. 18.310.

Greek Monolingual

ἀμοιβηδίς (Α) επίρρ.
βλ. αμοιβήδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. -δις].

Greek Monotonic

ἀμοιβηδίς: επίρρ. (ἀμοιβή), αμοιβαίως, εναλλάξ, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἀμοιβή
alternately, in succession, Hom.

German (Pape)

ἀμοιβαδίς, abwechselnd, der Reihe nach, Einer nach dem Anderen, Hom. zweimal, an derselben Stelle des Verses, Il. 18.506 ἀμοιβηδὶς δὲ δίκαζον, Od. 18.310 ἀμοιβηδὶς δ' ἀνέφαινον; – Ap.Rh. 3.226.