λοχεύτρια

Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, A woman in childbed, metaph. as adjective, ἡ τοῦ ψεύδους λ. ποίησις Anon. ap. Suid. s.v. Ἀδάμ. II midwife, Sch.D Il.16.187.

Greek (Liddell-Scott)

λοχεύτρια: ἡ, ἡ λεχώ, ἡ τεκοῦσα, ἡ μήτηρ, Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ. ΙΙ. μαῖα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 187.

Greek Monolingual

λοχεύτρια, ἡ (ΑM λοχεύω
η λεχώνα
αρχ.
1. η μαία, η μαμμή
2. μτφ. (για την ποίηση) η μητέρα, η δημιουργός («ἡ τοῦ ψεύδους λοχεύτρια ποίησις», λεξ. Σούδα).

German (Pape)

ἡ, die Kindbetterin, Gebärerin, Suid. – Die Hebamme, Schol. Il. 16.187.