καταφάσκω

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

= κατάφημι, Phld.Piet.123, Ph.1.104; περί τινος Gal. 10.37,al.; answer in the affirmative, ἐρώτησιν Id.7.526:—Pass., A.D. Synt.245.12.

Greek (Liddell-Scott)

καταφάσκω: κατάφημι, κ. καὶ ἐπινεύει λέγω Φίλων 1. 104· βαβαιῶ περί τινος, τί τινος Εὐσταθ. Πονημάτ. 50. 81, κτλ.· καὶ τὸ παθητ., οὐδὲ συγγραφεὺς καταφάσκεται εἰς μνησικακίαν ὁ αὐτ. ἐν. σ. 114, 68.

Greek Monolingual

(AM καταφάσκω)
λέγω «ναι», επιβεβαιώνω, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, απαντώ καταφατικά
μσν.-αρχ.
(φρ) «καταφάσκομαι εἰς...» — θεωρούμαι ως... («οὐδὲ συγγραφεύς, εἴ που μνήμας τοιαύτας ὑποκινεῖ, καταφάσκεται εἰς μνησίκακον», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φάσκω «λέγω»].

German (Pape)

(φάσκω), = κατάφημι, bejahen, beistimmen, Sp.