συνομιλέω

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

converse with, μετά τινος Ceb.13; τινι Act.Ap.10.27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être en relation avec, avoir commerce avec, τινι.
Étymologie: σύν, ὁμιλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομιλέω [συνόμιλος] converseren (met), met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνομῑλέω: беседовать (τινι NT).

English (Strong)

from σύν and ὁμιλέω; to converse mutually: talk with.

English (Thayer)

συνομίλω; to talk with: τίνι, one, to hold conversation with (Cebes (399 B.C.>) tab. 13; Josephus, b. j. 5,13, 1), Epiphanius, Tzetzes.)

Greek Monotonic

συνομῑλέω: μέλ. -ήσω, συζητώ, συνδιαλέγομαι με κάποιον, τινί, σε Καινή Διαθήκη

Greek Monolingual

συνομιλῶ, συνομιλέω, ΝΜΑ, και συνομελώ Α ὁμιλῶ
συζητώ
μσν.-αρχ.
συναναστρέφομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνομῑλέω: ὡς καὶ νῦν, ὁμιλῶ μετά τινος, μετά τινος Κέβης 13· τινι Πράξ. Ἀποστ. ιϳ, 27· δι’ ἑρμηνέως δὲ αὐτοῖς πολλὰ συνομιλήσας Τζέτζ. Ἱστ. 3. 377.

Middle Liddell

fut. ήσω
to converse with, τινί NTest.

Chinese

原文音譯:sunomilšw 尋-翁-衣累哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-願意-舉起
字義溯源:互相交談,交談著,彼此說話;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὁμιλέω)=與人為伍)組成,其中 (ὁμιλέω)出自 (ὅμιλος)=結交,而 (ὅμιλος)又由(ὁμοῦ)=相同)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成,其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 交談著(1) 徒10:27

French (New Testament)

parler avec ; converser

German (Pape)

[ῑ], mit, zugleich umgehen, τινί, mit Einem, NT.