ὁμιλέω
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
English (LSJ)
Aeol. 3sg. pres. ὀμίλλει Alc.61.29 Lobel,
A to be in company with, consort with, μνηστῆρσιν Od.2.21, al., cf. X.Smp.2.10, Pl.R. 500c, etc.: with Preps., ἠὲ μετὰ Τρώεσσιν ὁμιλέοι ἦ μετ' Ἀχαιοῖς Il.5.86, cf. 834; ἐνὶ πρώτοισιν ὁ. 18.194, cf. 535; πὰρ παύροισι.. ὁμιλεῖς consortest with few, Od.18.383.
2 abs., μηδ' ἄλλοθ' ὁμιλήσαντες joining in company, 4.684; περὶ νεκρὸν ὁ. throng about the corpse, Il.16.641, cf. Od.24.19.
II in hostile sense, join battle with, ὁμιλέομεν Δαναοῖσιν Il.11.523, cf. Od. 1.265; μετὰ τοῖσιν Il.11.502; σὺν Λαπίθαισί σε Κενταύρων ὁμιλῆσαι δορί E.Andr.792 (lyr.): abs., join battle, εὖτ' ἂν πρῶτον ὁμιλήσωσι φάλαγγες Il.19.158.
III of social intercourse, hold converse with, be acquainted with, associate with τινι Hdt.3.130; κακοῖς ἀνδράσιν A.Pers. 753 (troch.); ἀλλήλοις, μετ' ἀλλήλων, πρὸς ἀλλήλους, Pl.Smp. 188d, Plt.272c, Lg.886c; τούτῳ τῷ τρόπῳ πρὸς τοὺς ἐρωμένους ὁ. Id.Phdr. 252d; so of political intercourse, εἰθισμένος πρὸς ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁ. Th.1.77; ἡμῖν ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁ. Id.3.11; of scholars, ὁ. τινί frequent a teacher's lectures, be his pupil, X.Mem.1.2.15,39; ὁ. τῇ Ὁμήρου ποιήσει to be familiar with it, Luc.Pr.Im.26; cf. ὁμιλητής.
2 to be friends, οἱ μάλιστά τινι ὁμιλέοντες Hdt.3.99.
3 speak to, address, harangue, c. dat., Plb.4.4.7: abs., ὑπερηφάνως ὁ. Id.16.34.6; πρὸς ἵππον Babr.15.2; πρὸς ἀλλήλους Ev.Luc.24.14: generally, speak, converse, Phld.Rh.1.116 S.; κατά τινα διάλεκτον S.E.M.9.179; Ἑβραϊστί J.AJ11.5.6; ὁ. τινὶ περί τινος talk to... POxy.928.5 (ii A.D.):—Pass., pf. part. ὡμιλημένος = used in conversation, Phld.Rh.2.27S.
IV of marriage or sexual intercourse, γυναιξὶ καὶ παρθένοις ὁ. X.An.3.2.25; παιδικοῖς Id.Mem.2.1.24, etc.; σὺν τοῖς φιλτάτοις S.OT367, cf. 1185; cf. Moer.p.276 P.
V of things or business which one has to do with, attend to, busy oneself with, ὁμιλεῖν ἀρχῇ, ὁμιλεῖν πολέμῳ, Th.6.55,70; καινοῖς πράγμασιν Ar.Nu.1399, cf. ὁμιλία 1.4; φιλοσοφίᾳ, γυμναστικῇ, Pl.R. 496b,410c; παιδείᾳ OGI505.7 (Aezani); ἐμ Μούσαις ib.282.16 (Magn. Mae., iii B.C.); πονηροτάτοις σώμασιν ὁ., of a physician, Pl.R. 408d; also like χρῆσθαι, meet with, enjoy, ὁ. τύχαις to be in good fortune, Pi.N.1.61; εὐτυχίᾳ ὁ. E.Or.354 (lyr.); but also,
2 of the things themselves, πλαγίαις φρένεσσιν ὄλβος οὐ πάντα χρόνον ὁ. does not consort with a crooked mind, Pi.I.3.6, cf. P.7.6; κυλίκων νεῖμεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν gave me their delight to keep me company, S.Aj.1201 (lyr.); πλοῦτος καὶ δειλοῖσιν ἀνθρώπων ὁμιλεῖ B.1.51, cf. E.El.940: in physical sense, ὁμιλέει δὲ ὁ βραχίων τῷ κοίλῳ τῆς ὠμοπλάτης πλάγιος = the humerus is connected obliquely with the cavity of the scapula, Hp.Art.1; of a plaster, to be in contact, ὁ. τῷ νοσέοντι μέρει Id.Medic.3.
VI deal with a man, bear oneself towards him, καλῶς ὁ. τινί Isoc.Ep.4.9; πρός τινα Id.2.24; τῷ δήμῳ πρὸς χάριν Arist.Ath.35.3 (so in Pass., συνειθισμένοι ὑπὸ πάντων πρὸς χάριν ὁμιλεῖσθαι Phld.Lib.p.62 O.); ταῦτα ἡ ἐμὴ νεότης.. ἐς τὴν Πελοποννησίων δύναμιν.. ὡμίλησε these were the achievements of my youth in intercourse with their power, Th.6.17.
VII of place, come into, enter, visit, c. dat., διαβάντες τὸν Ἅλυν.. ὡμίλησαν τῇ Φρυγίῃ Hdt.7.26, cf. 214, Pi.P.7.8; βαρεῖα χώρᾳ τῇδ' ὁ. heavily will I visit this land, A. Eu.720; ὁ. παρ' οἰκείαις ἀρούραις Pi.O.12.19; ὁ. τοιᾷδε πόλει Eup. 292; poet. also ὁ. ἄνθεσιν Simon.47:—Pass., τὰ ὁμιλούμενα τῶν χωρίων most frequented, Philostr.VA1.16.
VIII ἐκτὸς ὁμιλεῖ (sc. τῶν ξυντρόφων ὀργῶν) he wanders from his senses, S.Aj.640 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 331] zusammen sein, kommen, mitEinem verkehren, τινί, Il. 1, 261 Od. 2, 21. 288 u. öfter, ἐνὶ πρώτοισιν ὁμιλεῖ, er befindet sich unter den Ersten, Il. 18, 194; häufiger μετά τισι, wie νῦν δὲ μετὰ Τρώεσσιν ὁμιλεῖ, 5, 834. 11, 502; παρὰ παύροισιν, mit wenigen umgehen, Od. 18, 383; auch absolut, ἐνθάδ' ὁμιλέομεν ποτιδέγμενοι, hier kommen wir zusammen, versammeln wir uns, 21, 156, vgl. 4, 684; περὶ νεκρόν, sich um den Todten sammeln, Il. 16, 641. 644; ἃς οἱ μὲν περὶ κεῖνον ὁμίλεον, Od. 24, 19. Oft auch im feindlichen Sinne, zusammentreffen, handgemein werden, τινί, Il. 11, 523. 13, 779 Od. 1, 265. 4, 345 u. öfter; u. ohne Casus, εὖτ' ἂν πρῶτον ὁμιλήσωσι φάλαγγες, sobald sie an einander geraten sind, Il. 19, 158. – Pind. öfter, bes. von geselligem Verkehr, συμπόταισιν ὁμιλεῖν, P. 6, 53, ἀστοῖς, I. 2, 37; auch vom Orte, sich aufhalten, verweilen, πολίεσσι λόγος ὁμιλεῖ, P. 7, 9 (wie Her. 7, 26. 214), u. παρ' οἰκείαις ἀρούραις, Ol. 12, 21, u. πλαγίαις φρένεσσιν ὄλβος οὐ πάντα χρόνον ὁμιλεῖ, I. 3, 6; τοῖς κακοῖς ὁμιλῶν ἀνδράσιν, Aesch. Pers. 639; βαρεῖα χώρᾳ τῇδ' ὁμιλήσω πάλιν, ich werde heimsuchen das Land, Eum. 690; σύν τινι, Soph. O. R. 367. 1185, von dem ehelichen Umgange gebraucht; so auch παισίν, Strat. 1 (XII, 1); übertr. von Aias, ὃς οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, außer sich geraten, Soph. Ai. 526; auch οὔτε στεφάνων οὔτε κυλίκων νεῖμεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν, 1180, d. i. er ließ mir zu Teil werden; εὐτυχίᾳ ὁμιλεῖς, Eur. Or. 354; übertr., ὁμιλεῖν πράγμασι καινοῖς, Ar. Nubb. 1381; Her. vrbdt τῇ χώρῃ ὁμ., das Land betreten, 7, 26. 214; Thuc. vrbdt πρός τινα, 1, 77, u. τινί, 3, 11; πρὸς τοὺς ἄλλους ὁμιλεῖ καὶ προσφέρεται, Plat. Phaedr. 252 d; μηδὲν ὁμιλῶμεν τῷ σώματι μηδὲ κοινωνῶμεν, Phaed. 67 a; auch φιλοσοφίᾳ, sich damit beschäftigen, Rep. VI, 496 b, wie πολέμῳ Thuc. 6, 70; δικασταὶ οἱ παντοδαπαῖς φύσεσιν ὡμιληκότες, Plat. Rep. III, 408 d; πρός τι, Arist. Nicom. eth. 10, 3, 11; Sp., ἐπιδεξίως τοῖς συμπεριφερομένοις, Pol. 4, 35, 7, οἱ μόνῳ Πλάτωνι ὡμιληκότες, Luc. Hermot. 34.
French (Bailly abrégé)
ὁμιλῶ :
f. ὁμιλήσω, ao. ὡμίλησα, pf. ὡμίληκα;
1 être en relations, avoir commerce avec, τινι : ὁμ. μετὰ Τρώεσσι IL, μετ' Ἀχαιοῖς IL se trouver parmi les Troyens, les Achéens ; παρὰ παύροισιν OD être avec qqes personnes ; ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁμ. τινι THC ou πρός τινα THC être avec qqn sur le pied d'égalité ; fig. ἐκτὸς ὁμιλεῖ SOPH il se laisse emporter en dehors de ses sentiments habituels;
2 abs. se rassembler, se rencontrer : περὶ νεκρόν IL s'assembler autour du mort (pour le combat);
3 avec idée d'hostilité se rencontrer, en venir aux mains τινι, avec qqn ; abs. se joindre, se rapprocher;
4 avoir commerce avec, dat. ou σύν τινι;
5 fréquenter (un lieu) ; séjourner dans, parcourir, τινι;
6 p. ext. se livrer d'ordinaire à une occupation, s'adonner à;
NT: s'entretenir avec, converser.
Étymologie: ὅμιλος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμῑλέω:
1 быть связанным (с кем-л.), вращаться (в чьем-л. кругу), общаться, быть близким (μετὰ Τρώεσσιν, παρὰ παύροισιν Hom.; κακοῖς ἀνδράσι Aesch.; ἀλλήλοις, μετ᾽ ἀλλήλων или πρὸς ἀλλήλους ὁ. Plat.): ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁ. τινι или πρός τινα Thuc. быть на равной ноге с кем-л.; Σωκράτει ὁ. Xen. беседовать с Сократом, т. е. быть учеником Сократа; ἐς τὴν Πελοποννησίων δύναμιν ὁ. Thuc. иметь дело с мощью пелопоннесских государств;
2 находиться, пребывать (ἐνὶ πρώτοισιν Hom.): ἐκτὸς ὁμιλεῖ Soph. он не в себе;
3 собираться, толпиться, сгрудиться (περὶ νεκρόν Hom.);
4 сходиться для боя, вступать в сражение (Δαναοῖσιν Hom.): ὁμιλῆσαι σὺν Λαπίθαισι Κενταύροις Eur. сразиться вместе с лапифами против кентавров;
5 быть хорошо знакомым (τῇ Ὁμήρου ποιήσει Luc.);
6 заниматься, предаваться, быть занятым (πολέμῳ Thuc.; πράγμασι καινοῖς Arph.; φιλοσοφίᾳ Plat.);
7 пользоваться, наслаждаться (εὐτυχίᾳ Eur.); иметь, обладать (τέρψιν Soph.; χρήματα Eur.);
8 посещать, приходить, приезжать, прибывать (τῇ Φρυγίῃ Her.; τῇδε χώρᾳ Aesch.): πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Pind. по городам идет слух.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμῑλέω: (ὅμιλος) εἶμαι σύντροφός τινος, συναναστρέφομαι μετά τινος, ὁ μὲν μνηστῆρσιν ὁμίλει Ὀδ. Β. 21, κ. ἀλλ.· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.: μετὰ προθέσεων, ἠὲ μετὰ Τρώεσσιν ὁμιλέοι ἢ μετ’ Ἀχαιοῖς Ἰλ. Ε. 86, πρβλ. 834· ἐνὶ πρώτοισιν ὁμιλεῖ Σ. 194, πρβλ. 535· πὰρ παύροισιν ὁμιλεῖς, μετ’ ὀλίγων συναναστρέφεσαι, Ὀδ. Σ. 383. 2) ἀπολ., μηδ’ ἄλλοθ’ ὁμιλήσαντες, μηδ’ ἄλλοτε ὅμιλον ποιήσαντες, Ὀδ. Δ. 684· περὶ νεκρὸν ὁμίλεον, συνανεστρέφοντο, Ἰλ. Π. 641, Ὀδ. Ω. 19. ΙΙ. ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, συνάπτω μάχην μετά τινος, ὁμιλέομεν Δαναοῖσιν Ἰλ. Λ. 523, πρβλ. Ὀδ. Α. 265, κτλ.· σὺν Λαπίθαισί σε Κενταύρων ὁμιλῆσαι δορὶ Εὐρ. Ἀνδρ. 792· ― ἀπολ., συνάπτω μάχην, συμπλέκομαι, εὖτ’ ἂν πρῶτον ὁμιλήσωσι φάλαγγες Ἰλ. Τ. 158. ΙΙΙ. ἐπὶ κοινωνικῆς σχέσεως, συναναστρέφομαι, σχετίζομαι μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 3. 130· κακοῖς ἀνδράσιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 753· ἀλλήλοις, μετ’ ἀλλήλων, πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Συμπ. 188D, Πολιτ. 272C, Νόμ. 886· τούτῳ τῷ τρόπῳ πρὸς τοὺς ἐρωμένους ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 252D· ― οὕτως ἐπὶ πολιτικῆς σχέσεως, εἰθισμένος πρὸς ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁμ. Θουκ. 1. 77· ἡμῖν ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁμ. ὁ αὐτ. 7. 11· οὕτως ὁμίλει τῶν πόλεων πρὸς τὰς ἥττονας, ὥσπερ ἂν ..., Ἰσοκρ. 19D· ― ἐπὶ μαθητῶν, ὁμ. τινι, συχνάζω εἰς τὰ μαθήματά τινος, εἶμαι μαθητής τινος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 15, 39· ὁμιλῶ τῇ Ὁμήρου ποιήσει, εἶμαι οἰκεῖος, γνωρίζω καλῶς, Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 26· πρβλ. ὁμιλητής. 2) ἀπολ., εἶμαι ἐσχετιμένος, φίλος, οἱ μάλιστα ὁμιλέοντες Ἡρόδ. 3. 59. IV. ἐπὶ γάμου ἢ μίξεως σαρκικῆς, γυναιξὶ καὶ παρθένοις ὁμ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 25, πρβλ. Ἀπομν. 2. 1, 24, κτλ.· σὺν τοῖς φιλτάτοις Σοφ. Ο. Τ. 367, πρβλ. 1185· ἴδε Piers. εἰς Μοῖριν σ. 276· πρβλ. συνουσιάζω. V. ἐπὶ πραγμάτων ἢ ἐργασιῶν, μεθ’ ὧν ἔχειν τις σχέσιν, προσέχω εἴς τι, ἐπιμελοῦμαί τινος, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ὁμιλεῖν ἀρχῇ, πολέμῳ Θουκ. 6. 55, 70· πράγμασι καινοῖς Ἀριστοφ. Νεφ. 1399· πρβλ. ὁμιλία Ι. 4· φιλοσοφίᾳ, γυμναστικῇ Πλάτ. Πολ. 496Β, 410C· ὁμ. πονηροτάτοις σώμασιν, ἐπὶ ἰατροῦ, αὐτόθι 408D· ― ὡσαύτως σχεδὸν ὡς τὰ χρῆσθαι, νομίζειν, Λατ. uti, ὁμ. τύχαις, ἔχω καλὴν τύχην, Πινδ. Ν. 1. 94· οὕτω παρ’ Εὐρ., εὐτυχίᾳ ὁμιλεῖν Ὀρ. 354· ἀλλ’ ὡσαύτως, 2) ἐπ’ αὐτῶν τῶν πραγμάτων, πλαγίαις φρένεσσιν ὅλβος οὐ πάντα χρόνον ὁμ., δὲν συντροφεύει μὲ σκολιὰς φρένας, Πινδ. Ι. 3. 10, πρβλ. Π. 7. 8· ἧ κεῖνος οὔτε στεφάνων οὔτε βαθειᾶν κυλίκων νεῖμεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν, ἐκεῖνος οὔτε στεφάνων οὔτε βαθειῶν κυλίκων τὴν τέρψιν ἔδωκεν ἐμοὶ ὡς μερίδιον, Σοφ. Αἴ 1201· πλοῦτος καὶ δειλοῖσιν ἀνθρώπων ὁμιλεῖ Βακχυλ. Ι (d), 23 Blass, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 940· - ἔτι καὶ ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ὁ βραχίων ὁμ. πλάγιος τῇ ὠμοπλάτῃ, προσαρμόζεται πλαγίως εἰς ..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780. VI. φέρομαι πρός τινα, εὖ, κακῶς ὁμ. τινι Ἰσοκρ. 415C· ὡσαύτως, πρός τινα Ἰσοκρ. 19D· - καὶ οὕτω πιθ. ἐν Θουκ. 6. 17, ταῦτα ἡ ἐμὴ νεότης ἐς τὴν Πελοποννησίων δύναμιν ... ὡμίλησε, δηλ. ὁμιλήσασα ἔπραξε. VII. ἐπὶ τόπου, ἔρχομαι εἰς ..., μετὰ δοτ., διαβάντες τὸν Ἅλυν ... ὡμίλησαν τῇ Φρυγίῃ Ἡρόδ. 7. 26, πρβλ. 214, Πινδ. Π. 7. 8· βαρεῖα χώρᾳ τῇδ’ ὁμιλήσω πάλιν, θὰ τιμωρήσω βαρέως ταύτην τὴν χώραν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 720· ὡσαύτως, ὁμ. παρ’ οἰκείαις ἀρούραις Πινδ. Ο. 12. 27· ὁμιλεῖν τοιᾷδε πόλει Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 3· ποιητ. ὡσαύτως, ὁμ. ἄνθεσιν Σιμωνίδ. 57. - Παθ., τὰ ὁμιλούμενα τῶν χωρίων, τὰ μᾶλλον συχναζόμενα, Φιλόστρ. 20. VIII. ἐν Σοφ. Αἴ. 640, ἐκτὸς ὁμιλεῖ (ἐξυπ. τῶν ξυντρόφων ὀργῶν), πλανᾶται ἐκτὸς τῶν φρενῶν του, παραφρονεῖ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 80 κἑξ. 366.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμιλῶ, ὁμιλέω)
1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο
2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῖν ἑβραϊστί», Ιώσ.)
3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό»)
4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους», ΚΔ)
νεοελλ.
1. εκφωνώ λόγο («αύριο θα μιλήσει σε συγκέντρωση ο αρχηγός του κόμματος»
2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η ομιλουμένη
η λαλούμενη γλώσσα, η καθομιλουμένη
αρχ.
1. συναναστρέφομαι κάποιον («κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός», γνωμ.)
2. συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι
3. συνάπτω μάχη, συμπλέκομαι, συγκρούομαι
4. σχετίζομαι κοινωνικά ή πολιτικά, συνάπτω σχέσεις («ταῦτα... κακοῖς ὁμιλῶν διδάσκεται... Ξέρξης», Αισχύλ.)
5. παρακολουθώ τα μαθήματα δασκάλου, είμαι μαθητής
6. έχω ασχοληθεί με κάτι και το γνωρίζω («τῶν κἂν ἐπ' ἐλάχιστον τῇ Ὁμήρου ποιήσει ὁμιληκότων», Λουκιαν.)
7. επιτηδεύομαι, ασχολούμαι με κάτι («φιλοσοφία ὁμιλεῖν», Πλάτ.)
8. συνουσιάζομαι
9. υφίσταμαι, αντιμετωπίζω (α. «ποίαις ὁμιλήσει τύχαις», Πίνδ.
β. «πλαγίαις φρένεσσιν ὄλβος οὐ πάντα χρόνον ὁμιλεῖ», Πίνδ.)
10. προσαρμόζομαι («ὁμιλεῖ ὁ βραχίων τῷ κοίλῳ τῆς ὠμοπλάτης πλάγιος», Ιπποκρ.)
11. (για έμπλαστρο) εφάπτομαι τέλεια
12. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο («τοὺς τοῖς σπουδαίοις τῶν ἀνδρῶν καλῶς ὁμιλοῦντας», Ισοκρ.)
13. επισκέπτομαι κάποιον τόπο («διαβάντες τὸν Ἅλυν... ὡμίλησαν τῇ Φρυγίῃ», Ηρόδ.)
14. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) ὡμιλημένος, -η, -ον
αυτός που είναι σε γλωσσική χρήση
15. φρ. α) «τὰ ὁμιλούμενα τῶν χωρίων» — οι πολυσύχναστοι τόποι
β) «ἐκτὸς ὁμιλεῖ» — παραφρονεί (Σοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < όμιλος].
English (Slater)
ὁμῑλέω (ὁμιλεῖ; ὁμίλει; ὁμιλέων; ὁμιλεῖν: fut. ὁμιλήσει: aor. ὁμιλήσειε.)
a keep company with
a c. dat. pers. εἴη ἐμὲ νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.116) ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν (P. 2.96) γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον (P. 6.53) αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν (v. αἰδοῖος) (I. 2.37) met., πλαγίαις δὲ φρένεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) (I. 3.6)
II without dat., live in company θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις ὁμιλέων παῤ οἰκείαις ἀρούραις (O. 12.19)
b frequent c. dat. “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3. met., πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν is common in (P. 7.9)
c met., have as companion ὁ δὲ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις (N. 1.61) χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων (N. 10.72)
d ]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13. b. 1.
English (Strong)
from ὅμιλος; to be in company with, i.e. (by implication) to converse: commune, talk.
English (Thayer)
ὁμίλω; imperfect ὡμίλουν; 1st aorist participle ὁμιλήσας; (ὅμιλος, which see); frequent in Greek writings from Homer down; to be in company with; to associate with; to stay with; hence, to converse with, talk with: τίνι, with one (αὐτοῖς, A. V. talked), unless one prefer to render it when he had stayed in their company; πρός τινα, Xenophon, mem. 4,3, 2; Josephus, Antiquities 11,6, 11; (cf. Winer's Grammar, 212 f (200); Buttmann, § 133,83); νε τῷ ὁμιλεῖν αὐτούς namely, ἀλλήλοις, ibid. 15. (Compare: συνομιλέω.)
Greek Monotonic
ὁμιλέω: μέλ. -ήσω (ὅμιλος)·
I. 1. είμαι σύντροφος με, συναναστρέφομαι, με δοτ. πληθ., σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· επίσης, ὁμιλέοι μετὰ Τρώεσσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνὶ πρώτοισιν ὁμιλεῖ, συμφωνεί με τους προηγούμενους ομιλητές, στο ίδ.
2. απόλ., γίνομαι μέλος της συντροφιάς, σε Ομήρ. Οδ.· περὶ νεκρὸν ὁμ., συνωστίζονταν γύρω από το πτώμα, σε Όμηρ.
II. με εχθρική σημασία, συνάπτω μάχη με, ὁμιλέομεν Δαναοῖσιν, στον ίδ.· απόλ., συμπλέκομαι, μάχομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
III. 1. λέγεται για κοινωνική συναναστροφή, συζητώ με, συναναστρέφομαι, συνδέομαι φιλικά με άλλους, σχετίζομαι, με δοτ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἀλλήλοις, μετ' ἀλλήλων, πρὸς ἀλλήλους, σε Πλάτ.· λέγεται για μαθητές, συχνάζω στις διαλέξεις ενός συγκεκριμένου δασκάλου, είμαι μαθητής του, σε Ξεν.
2. απόλ., έχω φιλική σχέση, σε Ηρόδ.
IV.λέγεται για γάμο, σε Σοφ., Ξεν.
V. 1. χρησιμ. για πράγματα ή εργασίες με τις οποίες ασχολείται κάποιος, επιμελούμαι, καταγίνομαι με, ὁμιλεῖν πολέμῳ, σε Θουκ.· πράγμασι καινοῖς, σε Αριστοφ.· φιλοσοφίᾳ, σε Πλάτ.· ομοίως, περίπου όπως τα χρῆσθαι, νομίζειν, Λατ. uti, ὁμ. τύχαις, η τύχη είναι με το μέρος μου, σε Πίνδ.· εὐτυχίᾳ ὁμιλεῖν, σε Ευρ.· ἐκτὸς ὁμιλεῖ (ενν. τῶν ὀργῶν), δηλ. είναι έξω φρενών, παραλογίζεται, σε Σοφ.
2. πλαγίαις φρένεσσιν ὄλβος οὐ... ὁμ., δεν συντροφεύει δύστροπα μυαλά, σε Πίνδ.· κυλίκων νεῖμεν ἐμοὶτέρψιν ὁμιλεῖν, μου έδωσε σαν μερίδιο την ευχαρίστηση του κρασιού να μου κρατάει συντροφιά, σε Σοφ.
VI. συμπεριφέρομαι σε κάποιον, ταῦτα ἡ ἐμὴ νεότης ἐς τὴν Πελοποννησίων δύναμιν ὡμίλησε, σε Θουκ.
VII. λέγεται για τόπο, έρχομαι σε, επισκέπτομαι, με δοτ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.
English (Autenrieth)
ipf. ὡμίλευν, ὁμίλεον, ὁμίλει, aor. ὡμίλησα: be in a throng, throng about, associate or go with, τινί, so μετά, ἐνί, παρά τισι, περί τινα, Il. 16.641, 644; of meeting in battle, engaging, Il. 11.523, Od. 1.265.
Middle Liddell
ὁμῑλέω, fut. -ήσω ὅμιλος
I. to be in company with, consort with others, c. dat. pl., Od., Attic; also, ὁμ. μετὰ Τρώεσσιν Il.; ἐνὶ πρώτοισιν ὁμιλεῖ is in company with the foremost, Il.
2. absol. to join in company, Od.; περὶ νεκρὸν ὁμ. to throng about the corpse, Hom.
II. in hostile sense, to join battle with, ὁμιλέομεν Δαναοῖσιν Hom.:—absol. to join battle, Il.
III. of social intercourse, to hold converse with, consort with, associate with others, c. dat., Hdt., Aesch.; ἀλλήλοις, μετ' ἀλλήλων, πρὸς ἀλλήλους Plat.:—of scholars, ὁμ. τινι to frequent a teacher's lectures, be his pupil, Xen.
2. absol. to be friends, Hdt.
IV. of marriage, Soph., Xen.
V. of things or business which one has to do with, to attend to, busy oneself with, ὁμιλεῖν πολέμῳ Thuc.; πράγμασι καινοῖς Ar.; φιλοσοφίᾳ Plat.:—then, much like χρῆσθαι, νομίζειν, Lat. uti, ὁμ. τύχαις to be in good fortune, Pind.; εὐτυχίᾳ ὁμιλεῖν Eur.; ἐκτὸς ὁμιλεῖ (sc. τῶν ὀργῶν), i. e. wanders from his right mind, Soph.
2. of the things themselves, πλαγίαις φρένεσσιν ὄλβος οὐ . . ὁμ. does not consort with a crooked mind, Pind.; κυλίκων νεῖμεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν gave me the delight of cups to keep me company, Soph.
VI. to deal with a man, ταῦτα ἡ ἐμὴ νεότης ἐς τὴν Πελοποννησίων δύναμιν ὡμίλησε thus hath my youth wrought by intercourse with the power, Thuc.
VII. of place, to come into, be in, visit, c. dat., Hdt., Aesch.
Chinese
原文音譯:Ðmilšw 弘-衣累哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:有如-和好 相當於: (הָלַךְ)
字義溯源:與人為伍,結交,談論,談說,談;源自(ὅμιλος)=結交);由(ὁμοῦ)=相同)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成,其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
同源字:1) (ὁμιλέω)與人為伍 2) (ὁμιλία)友誼 3) (ὅμιλος)結交 4) (συνομιλέω)互相交談
出現次數:總共(4);路(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 談論(4) 路24:14; 路24:15; 徒20:11; 徒24:26
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=συναναστρέφομαι μέ κάποιον). Παρασύνθετο ἀπό το ὅμιλος → ὁμοῦ + ἴλη (=πλῆθος). (Τό ἀρχαῖο ὁμιλῶ δέν ἔχει πουθενά τή σημερινή σημασία).
Παράγωγα: ὁμιλία, ὁμίλημα, ὁμιλητέον, ὁμιλητής, ὁμιλήτρια, ὁμιλητικός, ὁμιλητός, ἀνομίλητος (=ἀκοινώνητος). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ὁμός.